«Ευτυχισμένος -λέει ο Ευριπίδης– όποιος μελέτησε Ιστορία, γιατί ούτε τους πολίτες παρακινεί στην καταστροφή, ούτε ο ίδιος γίνεται άδικος».
Από την αρχαιότητα, επίσης, έρχεται η φωνή του Σωκράτη που αναφωνεί: «Η πατρίδα είναι το τιμιότερο των αντικειμένων της ανθρώπινης αγάπης» τοποθετώντας έμμεσα το πλαίσιο της φιλοπατρίας.
Eορτάζουμε σήμερα και τιμούμε ως Έθνος, την ιστορική επέτειο του ιερού εκείνου πολέμου, που άρχισε την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940 (1), αναδεικνύοντας, εκτός των άλλων, την φιλοπατρία, την αγάπη των Ελλήνων για την Πατρίδα, μια αγάπη διαχρονική και σταθερή.
Σαν σήμερα το δύσκολο εκείνο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 ολόκληρος ο ελληνικός Λαός, δια στόματος του τότε έλληνα πρωθυπουργού, είπε ΟΧΙ στον ιταλικό ολοκληρωτισμό, διαλέγοντας από το συμβιβασμό, τον αγώνα για την Ελευθερία.
Ο Ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος σημειώνει: «Ο ολοκληρωτισμός, γενικά, αρνείται την έννοια της εθνικής Πολιτείας και εν πολλοίς την έννοια του Έθνους», Σκοπός του είναι η υποταγή της ανθρωπότητας, σε μια ενιαία πολιτική τάξη και σ’ ένα ενιαίο τύπο πολιτισμού. Ο πάσης φύσεως ολοκληρωτισμός, οδηγεί στον αφανισμό των πολιτικά ελεύθερων Εθνών».
Συνεχιστές της μακραίωνης παράδοσης, οι αγωνιστές του ’40, εμπνευσμένοι από την φιλοπατρία, την αγάπη τους για την Πατρίδα, με αποφασιστικότητα, αυτοθυσία και πίστη στη βοήθεια του Θεού και της Υπερμάχου Στρατηγού, υπερασπίστηκαν γενναία την Πατρίδα που κινδύνευε, πολεμώντας τον Γερμανοϊταλικό ολοκληρωτισμό.
Τιμούμε σήμερα τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των Ελλήνων, των φανερών και -κυρίως- των αφανών ηρώων, που μ’ ένα σώμα, μια ψυχή, έδωσαν τα πάντα στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, νίκησαν τον εισβολέα, καθυστέρησαν αποφασιστικά τα σχέδια του Χίτλερ, δίνοντας κουράγιο και πολύτιμο χρόνο στους λαούς να αντισταθούν, προκαλώντας τον παγκόσμιο θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη των Συμμάχων.
Το ΟΧΙ εκείνο, που πραγματώθηκε στην Πίνδο και το Ρούπελ, ήταν, μέσα στη φασιστική καταιγίδα του Άξονα, ουράνιο τόξο ελπίδας, αξιοπρέπειας και τιμής.
Μια πρώτη αιτία της αντίστασης ήταν η συνέχιση της ιστορικής παράδοσης των Ελλήνων να αντιστέκονται διαχρονικά στους επίδοξους κατακτητές τους, όπως συνέβη στις Θερμοπύλες, το Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα με τους Πέρσες, στις Κυνός Κεφαλές και πάλι στις Θερμοπύλες με τους Ρωμαίους, συνεχίζεται στην Κωνσταντινούπολη με τις επιθέσεις των Αράβων, των Βουλγάρων, των Φράγκων και των Τούρκων, πορεύτηκε μέσα από το 1821, τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς πολέμους, καταλήγοντας στην Πίνδο και το Ρούπελ, την Εποποιία του 1940, με την ίδια πάντοτε απάντηση στον εισβολέα: ΟΧΙ.
Μια δεύτερη αιτία, ήταν η φροντίδα των Ελλήνων στη μακραίωνη Ιστορία τους: να μη χάσουν τα εδάφη τους, τα ποτισμένα με δάκρυα και αίμα, την πανέμορφη αυτή ελληνική «γη, του ήλιου και της θάλασσας και του φωτός» όπως λέει ο Ελύτης, να μη χάσουν τη Γλώσσα τους, τη γλώσσα που σημάδεψε την Ιστορία, που στήριξε τη Φιλοσοφία, και τις Επιστήμες, που έγινε το όχημα μεταφοράς του Λόγου του Θεανθρώπου και να μη χάσουν την Πίστη τους στη Σκέπη του Τριαδικού Θεού και της Θεοτόκου Μαρίας στην οποία προσεύχονταν οι Μητέρες των Αγωνιστών της Πίνδου για «να έρθουνε ξανά με της νίκης τα φτερά» όπως τραγουδούσε η Σοφία Βέμπο.
Εκείνος όμως ο παράγοντας, χωρίς τον οποίο, δε θα συνέβαινε αυτό το θαύμα του ’40, είναι η ομοψυχία και η ενότητα των Ελλήνων.
Ενωμένοι, οι Έλληνες, σαν ένα σώμα, μια ψυχή, εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου, ξεχνώντας προσωπικές αντιπαραθέσεις, αλλά και βαθιές κοινωνικές και πολιτικές διαφοροποιήσεις, που είχαν αναπτυχθεί, από το 1922 μέχρι τις παραμονές του 1940, ξεχύθηκαν στους δρόμους με ενθουσιασμό φιλοπατρία και αγάπη για την πατρίδα που κινδύνευε, προασπιζόμενοι «με αρετή και τόλμη την Ελευθερία» όπως έλεγε ο Κάλβος, πορευόμενοι τραγουδώντας προς το Μέτωπο.
Η αντίσταση των Ελλήνων στην απρόκλητη ιταλική επίθεση, έτυχε παγκόσμιας (τη στιγμή εκείνη) αναγνώρισης.
Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Φραγκλίνος Ρούσβελτ δήλωνε: «Έχουμε πλήρη συναίσθηση του χρέους ευγνωμοσύνης της Υφηλίου, προς την Ελλάδα για το έξοχο παράδειγμα αξιοπρέπειας, ειλικρίνειας, αποφασιστικότητας και θάρρους, το οποίο έδωσε εις τα Έθνη».
Το ραδιόφωνο της Μόσχας απευθυνόμενο στους Έλληνες πολεμιστές, μετέδιδε: «Πολεμήσατε χωρίς όπλα, εναντίον οπλισμένου εχθρού και νικήσατε. Μικροί, αναμετρηθήκατε με μεγάλους και υπερτερήσατε. Δε γινόταν αλλιώς γιατί είστε Έλληνες. Χάρη στις θυσίες σας, κερδίσαμε χρόνο για να αμυνθούμε. Σαν Ρώσοι και σαν άνθρωποι σας ευγνωμονούμε».
Ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών έλεγε: «Το φως της Ελλάδος, το φως του πολιτισμού, κατά της βαρβαρότητας, που δεν έσβησε δια μέσου των αιώνων, φέγγει σήμερα λαμπρότερο, παρά ποτέ» (Βεβαίως, αργότερα, η ευγνωμοσύνη αυτή των λόγων, δε συνοδεύτηκε πάντοτε με ανάλογα έργα ανταπόδοσης).
Ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος, μας μεταφέρει το φρόνημα του Ελληνικού Λαού σε μια στιγμή του πολέμου (τη γερμανική εισβολή της 6ης Απριλίου 1941) σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Ο Λαός δέχθηκε το άγγελμα της γερμανικής επίθεσης με αγανάκτηση αλλά και με αποφασιστική σταθερότητα. Η προς το Γερμανό Πρεσβευτή απάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού, ο οποίος αρνήθηκε να δεχθεί τις απαιτήσεις του τελεσιγράφου, ανταποκρινόταν πράγματι στο πανελλήνιο φρόνημα».
Διηγείται ο Πλούταρχος, ότι επί των ημερών του, δηλ. 500 χρόνια μετά τη μάχη των Πλαταιών, συγκεντρώνονταν ακόμα οι Πλαταιείς, την 16η του Αλαλκομενίου μηνός (θα λέγαμε σήμερα τέλος Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου) για να προσφέρουν τιμές και θυσίες υπέρ των εκεί πεσόντων και ταφέντων εκεί Ελλήνων, κατά την περίφημη μάχη στο χώρο των Πλαταιών, εναντίον των Περσών το 479 π.Χ.
Κάτι παρόμοιο κάνουμε κι εμείς, ενθυμούμενοι την ιστορία μας, για την οποία ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος αναφέρει:
«Είναι ανάγκη ν’ αποφασίσουμε, μεγάλοι και μικροί, άρχοντες και λαός, να μελετήσουμε χωρίς εθνικές προκαταλήψεις (και χωρίς αποκρύψεις και διαστροφές) την ιστορία της πατρίδας μας, για να διδαχθούμε από αυτή, όχι μόνο τα προτερήματα αλλά και τα ελαττώματά μας, που είναι απαραίτητο να διορθώσουμε».
Και μπορούμε να τα διορθώσουμε, εάν προσπαθούμε να πορευόμαστε, άρχοντες και αρχόμενοι, με συνεργασία, αξιοκρατία, διάλογο, ενσυναίσθηση και αυτογνωσία, αξιοποιώντας την ιστορική γνώση και αυτοσυνειδησία και την ιστορική μας παράδοση
Οι Έλληνες, τότε, αντιστάθηκαν ενωμένοι στο φασιστικό ολοκληρωτισμό, μένοντας πιστοί στην ιστορία τους. Όταν, αντίθετα, λησμόνησαν οι Έλληνες την ενότητα, δίνοντας τα σκήπτρα στη διχόνοια, το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό.
Τις μεγαλειώδεις στιγμές της Σαλαμίνας και των Πλαταιών, διαδέχτηκε ο φονικός Πελοποννησιακός πόλεμος.
Τα κατορθώματα στο Βαλτέτσι, την Τριπολιτσά και τα Δερβενάκια, ακολούθησε ο εμφύλιος Ρουμελιωτών – Πελοποννησίων, που κατέληξε στη φυλάκιση του Γέρου του Μοριά, ανοίγοντας τις πόρτες στον Ιμπραήμ.
Τους θριάμβους στην Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, τους Αγίους Σαράντα, διαδέχθηκε ο τελευταίος εμφύλιος πόλεμος, που όπως οι προηγούμενοι, ήταν καταστροφή, γολγοθάς και δηλητήριο στο βασανισμένο σώμα της πατρίδας μας, αναστέλλοντας την πρόοδο και ευημερία της.
Οι Έλληνες όταν είμαστε ενωμένοι, μεγαλουργούμε. Απόδειξη γι αυτό είναι η Ιστορία μας, οι χρυσές σελίδες της οποίας, στον πόλεμο και την ειρήνη, γράφτηκαν στις περιόδους που βρεθήκαμε ομονοούντες και ενωμένοι.
Όπως λέει ο Πλούταρχος «η ελληνική ανδρεία είναι ακαταμάχητη, όποτε έχει καλά οργανωμένο και ομονοούντα στρατό, και ηγεμόνα σώφρονα.»
Αλλά και ο Πολύβιος διασώζει τη χαρακτηριστική ρήση του Αγελάου του Ναυπακτίου : «Ουδέποτε πρέπει να πολεμούν οι έλληνες αναμεταξύ των. αλλά να ευχαριστούν τους Θεούς και να ομονοούν όλοι. Και πιασμένοι χέρι-χέρι, όπως εκείνοι που περνούν τα ποτάμια, θα μπορούν έτσι να αποκρούουν τις επιθέσεις των βαρβάρων και να σώζουν τους εαυτούς τους και την πατρίδα τους».
Για τους λόγους αυτούς έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, η απόκτηση ιστορικής μνήμης, που είναι καθήκον κάθε ελεύθερου λαού.
Στη σύγχρονη ιστορική συγκυρία της παγκοσμιοποίησης, της διαπολιτισμικότητας της απολυτοποίησης της οικονομίας και της δύναμης, γίνεται απαραίτητη και σημαντική, η αίσθηση και βίωση της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας, μέσα από μια φιλοπατρία που δεν συμπίπτει με κανένα εθνικισμό ή διεθνισμό.
Μέσω μια τέτοιας εθνικής αυτοσυνειδησίας και φιλοπατρίας, θα μπορούμε να διαλεγόμαστε ισότιμα και ελεύθερα με όλα τα έθνη και κράτη, χωρίς να τα υποτιμούμε και χωρίς να υποτιμούμαστε ή να χρησιμοποιούμαστε από αυτά, είται εκούσια, είτε ακούσια από άγνοια..
Ταυτόχρονα στο ίδιο πλαίσιο θα μπορούμε να διατηρούμε την έλλογη-συνετή αποτρεπτική μας δυνατότητα και ισχύ, πρώτα σε επίπεδο λόγου και επιχειρημάτων (2) και κατόπιν σε επίπεδο εξοπλισμών.
Με τον τρόπο αυτό θα υπάρχουν καλύτερες προϋποθέσεις ειρηνικής συμβίωσης των Εθνών, με αμοιβαίο σεβασμό και ελεύθερη κριτική αξιοποίηση της πολιτιστικής και εθνικής ετερότητας καθενός (χωρίς απολυτοποίηση της συγκρουσιακής σχέσης των πολιτισμών όπως αυτή του Samuel Huntington) (3)
Έτσι θα δικαιώνονται στο σήμερα οι αγώνες και οι θυσίες των Ελλήνων πολεμιστών που είπαν το ΟΧΙ στην Πίνδο και στο Ρούπελ στο φασιστικό ολοκληρωτισμό, και θα μπορούμε, ως χώρα και ως έθνος, να έχουμε ισχυρότερη ελπίδα και προοπτική για το αινιγματικό αύριο.
Οι Έλληνες του ΄40, ενωμένοι, διέψευσαν όλες τις προγνώσεις και τους λογικούς υπολογισμούς, δίνοντας μαθήματα ανδρείας και φιλοπατρίας, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, με τους ξένους να διακηρύσσουν ότι «οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» και τον Σικελιανό να αναφωνεί:
«Με τη λόγχη σας μόνο,
με τη λόγχη σας και την ψυχή σας,
γυμνές και τες δύο,
ορμήσατε, χέρι με χέρι πιασμένοι,
στον Υπέρτατο αντρίκιο χορό σας,
για την έφοδο του Ύψους».
Νίκος Κοτοπούλης
Εκπαιδευτικός Μsc
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- ∆ευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940 ώρα 2.50 π.μ., ο πρεσβευτής Εµανουέλε Γκράτσι φθάνει στην οδό Κεφαλληνίας και ∆αγκλή 10 και ζητά από τον φρουρό να ξυπνήσει τον Μεταξά. Ο διπλωµάτης του επιδίδει την τελεσιγραφική διακοίνωση της κυβέρνησής του. Στο κείµενο κατηγορούνταν η χώρα µας για παραβίαση της ουδετερότητας και ζητούσε να παρασχεθεί συναίνεση προκειµένου να καταληφθούν «ειρηνικά» µια σειρά από στρατηγικά σηµεία της επικράτειας. Σε περίπτωση άρνησης, η Ελλάδα θα δεχόταν επίθεση στις 6.00 το πρωί. Ο Μεταξάς, θα απαντήσει στον νυχτερινό επισκέπτη στα γαλλικά, στη γλώσσα των διπλωµατών: «Alors. C’ est la guerre» («Πολύ καλά, λοιπόν. Εχοµεν πόλεµον»).
- Αλλά αν αυτό δεν μπορεί να γίνει (δηλ. οι έλληνες να είναι μονοιασμένοι), θα έπρεπε, τουλάχιστον στις σημερινές περιστάσεις, να συμφωνήσουν μεταξύ τους, στρέφοντας την προσοχή τους στα γεγονότα που συμβαίνουν τώρα στη Δύση (Ιταλία), γιατί δεν χρειάζεται να έχει ασχοληθεί κανείς πολύ με την πολιτική, για να καταλάβει ότι είτε οι Καρχηδόνιοι νικήσουν τους Ρωμαίους, είτε οι Ρωμαίοι νικήσουν τους Καρχηδόνιους, οι νικητές δεν θα περιοριστούν μόνο στην Ιταλία και στη Σικελία, αλλά θα έλθουν εδώ και θα επεκτείνουν την κυριαρχία τους πέραν του πρέποντος (Αγέλαος Ναυπάκτιος, 3ος αι. π.Χ.).
- Aρχ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Δρ. Θεολογίας, «Ο Huntington και εμείς», σε «Είσοδος στην Οντολογική Αλήθεια», Πάτρα 2002, σ. 264.