Το σπίτι της κας Κατσίνη ήταν το μόνο που δεν κάηκε στα Καλάβρυτα. Οι ναζί σεβάστηκαν ότι μόλις είχε γεννηθεί. Αλλά την ίδια ώρα σκότωναν τον πατέρα της…
Του Αχιλλέα Ροδίτη
«Οι Γερμανοί μας άφησαν πληγές που δεν θα κλείσουν ποτέ. Κι εγώ τη δική μου πληγή θα την πάρω μαζί μου. Όπως όλοι μας…».
Αυτές είναι μερικές από τις ανατριχιαστικές λέξεις που εν μέσω δακρύων ξεστόμισε η 79χρονη σήμερα Βασιλική Αναστοπούλου – Κατσίνη, στο τηλεφώνημα που της έκανα για να καταγράψω ένα από τα πιο δύσκολα ρεπορτάζ. ]
Γιατί, πώς να αποτυπώσεις με λέξεις τόσο θρήνο;… Πώς να νιώσεις σ’ όλη του τη διάσταση ένα γεγονός που εσύ δεν έζησες ποτέ και δε φαντάζεσαι πώς είναι;… Και πώς να το μεταδώσεις σωστά μέσα από μερικές γραμμές;…
Τη μέρα που ο ήλιος της ζωής ανέτειλε για την κ. Κατσίνη, ο ίδιος ήλιος έδυε… για τον γεννήτορα της Βασίλη Αναστόπουλο. Στις 13 Δεκέμβρη του 1943, στην Ράχη του ΚΑΠΠΗ Καλαβρύτων.
ΤΟ ΜΟΝΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ… ΔΕΝ ΚΑΗΚΕ

Ένιωθες πως το κλάμα αυτής της γυναίκας – συνταξιούχος του Υπουργείου Δικαιοσύνης σήμερα – έκρυβε μέσα του τον πόνο τόσων χρόνων. Πόνο για την αδικία και την έλλειψη. Για τον θάνατο που έφεραν οι ναζί στο σπίτι της, ανήμερα της γέννησης της.
Γιατί την ίδια μέρα που η ίδια γεννήθηκε οι ναζί σκότωσαν τον πατέρα της μαζί με τους υπόλοιπους Καλαβρυτινούς. Αφήνοντας ωστόσο (ως τραγική ειρωνεία) μόνο το δικό της σπίτι να διασωθεί από την πυρπόληση όλων των Καλαβρύτων.
Επειδή οι Γερμανοί που έφτασαν στην πόρτα για να βάλουν φωτιά, είδα το νεογέννητο κορίτσι και αποφάσισαν να αφήσουν το σπίτι αλώβητο, σεβόμενοι το παιδί που μόλις είχε έρθει στη ζωή και τη λεχώνα.
Έτσι το σπίτι της, ήταν το μόνο σπίτι στα Καλάβρυτα που δεν κάηκε. Αλλά όμως ήταν και αυτό μέσα στα σπίτια τα χαροκαμένα από τον θάνατο που σκόρπισε χωρίς διακρίσεις το ναζιστικό μυδράλιο εκείνη την αποφράδα ημέρα.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΙΛΙ
Ο σεβαστός συνάδελφος Πάνος Θεοδωρακόπουλος αποτύπωσε στα Νέα πριν από χρόνια με τρόπο ανεπανάληπτο τη δραματική σκηνή εκείνης της μέρας, στο σπίτι όπου η κ. Βασιλική θα ερχόταν στη ζωή. Γι’ αυτό και το αποδίδουμε έτσι όπως ο ίδιος ο δημοσιογράφος το είχε τότε καταγράψει περίπου πριν μια δεκαετία:
«Ξημερώματα της 13ης Δεκεμβρίου του 1943. Οι καμπάνες στα Καλάβρυτα χτυπούν δαιμονισμένα. Στο σπίτι του Βασίλη Αναστόπουλου η γυναίκα του Ολγα βρίσκεται στις ωδίνες. Οι καμπάνες είναι το προσκλητήριο θανάτου που έχουν σημάνει οι Γερμανοί για τους άνδρες της περιοχής: καλούν όλους τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στο σχολείο. Με μια κουβέρτα και τρόφιμα για μία μέρα ο καθένας.
Ο Βασίλης Αναστόπουλος κρύβεται στο πατάρι και περιμένει να ακούσει το κλάμα του δεύτερου παιδιού του. Πήρε τη νεογέννητη κόρη του μία και μοναδική φορά στην αγκαλιά του. Χάιδεψε και φίλησε τη γυναίκα του που είχε μόλις φέρει στο σπίτι του μια νέα ζωή και λίγο αργότερα ενώθηκε με τους άλλους άνδρες των Καλαβρύτων, τους οποίους οι Γερμανοί οδήγησαν στη Ράχη του Καππή, αφήνοντας τα γυναικόπαιδα στο σχολείο. Εκτελέστηκε μερικές ώρες αργότερα».
«ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ»
«Ήταν το χειρότερο έγκλημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου», μας λέει σήμερα η 79χρονη γυναίκα η οποία μόλις βαπτίστηκε πήρε το όνομα του νεκρού πατέρα της. Που δεν πρόλαβε τον δει, να τον ζήσει, να αισθανθεί την αγκαλιά του. Αν και αισθάνεται ακόμα και σήμερα σαν να τα είδε όλα εκείνη τη μέρα, σαν να νιώθει ακόμα το άγγιγμα από το πρώτο και τελευταίο φιλί του πατέρα της.
Σαν ένα όνειρο εφιαλτικό που το… θυμήθηκε στην ηλικία των 5-6 ετών, μαθαίνοντας από τη μητέρα της όλες τις λεπτομέρειες για ό,τι συνέβη τη «μαύρη» εκείνη μέρα που χάθηκε ο πατέρας της. Και αντιλαμβανόμενη, γιατί μεγάλωνε σε ένα χωριό ανάμεσα σε μαυροφορεμένες γυναίκες και γιατί τα περισσότερα παιδιά είχαν μια ανεξήγητη θλίψη μέσα τους και ζούσαν μόνο με μανάδες.
Πλην των παιδιών που είχαν και τους δυο γονείς, γονείς δημόσιους υπαλλήλους (δασκάλους κ.λπ.) που είχαν μετατεθεί στα Καλάβρυτα για δουλειά. Θέλω να γράψετε για αυτό το έγκλημα.
«Θέλω να το αναδείξετε γιατί πρέπει να κρατηθεί «ζωντανή» η ιστορία του ολοκαυτώματος. Οι εφημερίδες, τα κανάλια έχετε χρέος να το κάνετε. Είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχαστεί όσο θα μένουν ανοιχτές αυτές οι πληγές. Και θα μείνουν για πάντα. Στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, παντού όπου οι ναζί σκόρπισαν τον θάνατο», λέει η κ. Βασιλική Αναστοπούλου – Κατσίνη. \
Βγάζοντας επίσης την έκφραση της απογοήτευσης για το ότι: «Οι Γερμανοί ποτέ δεν πλήρωσαν». Αλλά και που «Καμιά ελληνική κυβέρνηση ποτέ δεν διεκδίκησε…».
Αρκετά χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, το γερμανικό κράτος προσέφερε εκπαίδευση στη Γερμανία σε παιδιά θυμάτων. Η κ. Κατσίνη ήταν ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά. «Δεν άντεξα. Έμεινα στη Γερμανία δύο μήνες. Αλλά δεν άντεχα στην ιδέα ότι ήμουν στη χώρα που μου είχε στερήσει τον γονιό μου, που είχε βάλει φωτιά στον τόπο μου».
Επέστρεψε στην Ελλάδα! Ποτέ δεν ξέχασε. Το βάλσαμο του ευτυχισμένου γάμου, των δύο παιδιών της και των εγγονιών της δεν είναι αρκετό για να μαλακώσει την πληγή που υπάρχει ακόμα…
ΤΟ ΒΑΦΤΙΣΤΗΡΙ, Ο… ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΙΛΙΑΣ

Το «μωρό της σφαγής» μεγάλωσε άλειψε με λάδι και χάρισε το όνομα σε έναν γνωστό μας… τον νυν Αντιπεριφερειάρχη Παιδείας Ανδρέα Φίλια. Μίλησε κι εκείνος για την ιστορία.
«Πρόκειται για μία πραγματική ανθρώπινη ιστορία η οποία έγινε μέσα σε ένα περιβάλλον φρίκης ολέθρου και καταστροφής. Το ότι το σπίτι της νονάς μου ήταν το μόνο που δεν κάηκε αποτελεί για τις ώρες εκείνες την εξαίρεση στον κανόνα με δεδομένο ότι επικράτησε ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή που γεννιέται. Αλλά συνδυάζει ταυτόχρονα την έναρξη της ζωής με το θάνατο, στην ίδια στιγμή. Γεννιέται το παιδί και λίγα μέτρα μακριά ο θάνατος του πατέρα μαζί με άλλους πατριώτες».
Ο ίδιος είπε την ιστορία σε πολλούς μαθητές του.
«Στην πολυετή καριέρα μου ως εκπαιδευτικός και σε ξεναγήσεις στον τόπο θυσίας, εξιστορούσα στους μαθητές μου τα γεγονότα της αποφράδας εκείνης της ημέρας και στο τέλος τους έδειχνα το συγκεκριμένο σπίτι απέναντι από τις γραμμές και τους έλεγα την ιστορία. Και έβλεπα στα μάτια των παιδιών τη λύπη και τα συναισθήματα. Και τους έλεγα ότι… ‘αυτό το κορίτσι βάπτισε το δάσκαλο σας’. Ακριβώς για να αποφορτίσω το κλίμα αλλά και να δω στα μάτια τους την προσγείωση στην πραγματικότητα. Γιατί φαίνεται σαν παραμύθι αλλά είναι πραγματικότητα. Κι οι μνήμες πρέπει να παραμένουν για να μας παραδειγματίζουν…», λέει.
Σημειώνοντας ότι το μέρος από το Μουσείο του Ολοκαυτώματος θα είναι ακριβώς δίπλα σε αυτό το σπίτι. Το μόνο σπίτι στα Καλάβρυτα που δεν κάηκε…
Από την έντυπη έκδοση της Αχαϊκής Πολιτείας: