Με την ενοχή των κατηγορούμενων για τη μεγάλη απάτη με τα φάρμακα στον Πύργο «έπεσε» η αυλαία της υπόθεσης στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων (Β’ Βαθμού) Πατρών.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε ουσιαστικά την πρωτόδικη απόφαση, μειώνοντας ωστόσο τις ποινές σε όλους τους εμπλεκόμενους σε σύγκριση με αυτές που τους είχαν επιβληθεί σε πρώτο βαθμό από τη δίκη που διεξήχθη το 2014,ενώ τους αναγνωρίστηκαν και συγκεκριμένα ελαφρυντικά, για αυτό και καταδικάστηκαν στις κατώτατες προβλεπόμενες από το νόμο ποινές. Παρά το γεγονός ότι κρίθηκαν ένοχοι και σε δεύτερο βαθμό, κανένας από τους καταδικασθέντες δε θα εκτίσει την ποινή στη φυλακή, αφού η κάθειρξη μετατράπηκε σε φυλάκιση.
Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι δραστηριοποιούνταν στον Πύργο, ενώ το αδικήματα για τα οποία κρίθηκαν ένοχοι και στο Εφετείο σε δεύτερο βαθμό και για τα οποία καταδικάστηκαν τελέστηκαν από το 2006 μέχρι και το 2008, με τη ζημία που προκλήθηκε στα ασφαλιστικά ταμεία να υπολογίζεται στο ποσό των 800.000 ευρώ περίπου.
Πιο συγκεκριμένα, στον γιατρό επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επτά ετών, η οποία μετατράπηκε σε εξαγοράσιμη προς είκοσι πέντε ευρώ την ημέρα και στη γραμματέα του ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών. Αντίστοιχα, η μια φαρμακοποιός καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης επτά ετών, που μετατράπηκε σε εξαγοράσιμη προς πέντε ευρώ την ημέρα, ενώ στη δεύτερη φαρμακοποιό επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών με αναστολή.
«Η εντολέας μου εκτελούσε στο φαρμακείο της νόμιμα τις συνταγές»
Σε δήλωσή του στην εφ. «Πατρίς», ο συνήγορος υπεράσπισης της μιας φαρμακοποιού, δικηγόρος Ηλείας Μίλτος Δημητρόπουλος ανέφερε ότι «η εντολέας μου εκτελούσε στο φαρμακείο της νόμιμα τις συνταγές, διότι είχαν τα στοιχεία που περιείχε το Π.Δ. 67/2000. Όμως, υπήρξαν κάποιες συνταγές οι οποίες στην συνέχεια βρέθηκαν εκ των υστέρων, κατόπιν ελέγχου, να αφορούν φάρμακα ασφαλισμένων τα οποία οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι δε τα είχαν παραλάβει. Ήταν συνταγές που είχαν συνταγογραφηθεί από τον κατηγορούμενο ιατρό.
Όμως, οι συνταγές αυτές είχαν εκτελεστεί νόμιμα από την εντολέα μου, γιατί βλέποντας τα στοιχεία που είχαν οι συνταγές και εφόσον πληρούσαν τις προϋποθέσεις που όριζε η φαρμακευτική νομοθεσία, είχε την υποχρέωση να τις εκτελέσει. Η κατηγορία ήταν ότι η εντολέας μου γνώριζε την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που είχαν οι συγκεκριμένες συνταγές, διότι έγραφαν ότι ένας ασφαλισμένος έπασχε από καρκίνο, ενώ στην πραγματικότητα δεν έπασχε.
Αυτό ήταν ψευδές, γιατί αποδείχθηκε από τη διαδικασία, χωρίς να γίνει δεκτό από το Δικαστήριο, ότι και η φαρμακοποιός δεν είχε την οποιαδήποτε συνεργασία, επικοινωνία και συναλλαγή με τον ιατρό, αλλά εκτελούσε νόμιμα τις συνταγές, οι οποίες μάλιστα αφορούσαν φάρμακα ασφαλισμένων οι οποίοι δεν ήταν καν πελάτες του φαρμακείου.
Συνεπώς η εντολέας μου δε μπορούσε να γνωρίζει το ιατρικό ιστορικό των συγκεκριμένων ανθρώπων που αναγράφονταν στις συνταγές. Ισχυριστήκαμε ότι δε μπορούσαμε να γνωρίζουμε αν οι ασφαλισμένοι έπασχαν από τις συγκεκριμένες ασθένειες, δεδομένου ότι ο γιατρός και η εντολέας μου δεν είχαν την οποιαδήποτε συνεργασία».