Ο χειμώνας αποτελεί την κατεξοχήν πιο «καυτή» περίοδο του έτους για τις ιογενείς λοιμώξεις.
Αν και οι λοιμώξεις υφίστανται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, η έξαρσή τους τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο οφείλεται κυρίως στις χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούν, στον συγχρωτισμό του κόσμου σε κλειστούς χώρους αλλά και -σε έναν βαθμό- στην έλλειψη μέτρων υγιεινής και προστασίας.
Κοινό κρυολόγημα και πώς μεταδίδεται
Το κοινό κρυολόγημα είναι ένας συμβατικός όρος για τις ήπιες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος. Συνήθως αποτελεί μια αυτοϊώμενη νόσο, που για την αντιμετώπισή της ακολουθείται συμπτωματική αγωγή.
Τα παθογόνα που συσχετίζονται πιο συχνά με το κοινό κρυολόγημα είναι οι ρινοϊοί (πάνω από 100 διαφορετικά είδη), οι οποίοι ευθύνονται σχεδόν για το ήμισυ όλων των περιστατικών κοινού κρυολογήματος. Άλλα σημαντικά παθογόνα είναι ο κορωνοϊός και ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV).
Οι ιοί του κοινού κρυολογήματος μεταδίδονται συνήθως με το φτέρνισμα, τον βήχα και την επαφή με μολυσμένα χέρια. Διασπείρονται είτε μέσω των σταγονιδίων που μεταφέρονται στον αέρα και τα εισπνέουμε είτε με άμεση επαφή με το άτομο που νοσεί ή με την επαφή με μολυσμένες εστίες. Συγκεκριμένα, οι ρινοϊοί έχουν την ικανότητα να επιβιώσουν έως 2 ώρες στα ανθρώπινα χέρια και για μερικές ημέρες πάνω σε επιφάνειες.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να προστατεύσετε τον εαυτό σας και τους άλλους από αυτούς τους ιούς είναι να αποτρέψετε την εξάπλωσή τους. Είναι σημαντικό να πλένετε τα χέρια σας συχνά. Αν πρόκειται αν βήξετε, βάλτε μπροστά τον αγκώνα σας και όχι το χέρι σας.
Τα συμπτώματα και η αντιμετώπισή τους
Τα κύρια συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος είναι η ρινική συμφόρηση και καταρροή, το φτέρνισμα, ο ερεθισμένος λαιμός και ο βήχας. Τα συμπτώματα αυτά συνήθως εμφανίζονται εντός μίας έως τριών ημερών μετά από μια ιογενή λοίμωξη. Το κοινό κρυολόγημα συνήθως έχει διάρκεια περίπου 1 εβδομάδα, ωστόσο ένα ποσοστό 25% των περιστατικών κρυολογήματος μπορεί να διαρκέσουν και 2 εβδομάδες.
Δεδομένου ότι το κοινό κρυολόγημα προκαλείται από ένα πλήθος διαφορετικών τύπων ιών με διαφορετικούς μηχανισμούς παθογένειας, είναι κατανοητό ότι δεν έχει αναπτυχθεί κάποια αποτελεσματική καθολική θεραπεία για την αντιμετώπιση του. Γι’ αυτό και ακολουθείται η συμπτωματική θεραπεία που έχει ως στόχο την ανακούφιση των πιο ενοχλητικών συμπτωμάτων.
Στα φαρμακεία διατίθενται πολλά μη συνταγογραφούμενα σκευάσματα με αυτές τις ενδείξεις όπως ρινικά αποσυμφορητικά, αναλγητικά, αντιβηχικά, βλεννολυτικά, αλλά και φάρμακα φυτικής προέλευσης.