Το δίπολο των ημερών έχει θηλυκό πρόσημο. Κλαυδία Vs «Lola». Στους σταθμούς μετρό οι επιφάνειες διαφημιστικών ανακοινώσεων στις πλατφόρμες επιβίβασης φιλοξενούν την πιο ποπ αφίσα της σεζόν. Σαν εξώφυλλο νεανικού περιοδικού μεγάλης κυκλοφορίας παρελθόντων ετών, το πρόσωπο της Μαρίνας Σάττι εμφανίζεται πλάι στον τίτλο «Pop Too» της νέας δισκογραφικής της δουλειάς. Από εκεί προέκυψε το κόκκινο φόρεμα στο βίντεο κλιπ της «Lola» και σύμφωνα με το βαρόμετρο των κοινωνικών μέσων το φόρεμα-σκηνικός εντυπωσιασμός που φόρεσε η Κλαυδία στην Eurovision βρήκε το αντιδιαμετρικό του σημείο.
Κλαυδία Vs «Lola»
Η αντιπαράθεση απόψεων για το στυλ ξεκίνησε και συνεχίζεται. Θα την εξετάσουμε αφού πρώτα σταθούμε στο ότι το μέτρο είναι μια κοινωνική κατασκευή και η υπέρβασή του ένα καλλιτεχνικό πρόσταγμα. Μέχρι στο όριο εκείνο που η υπέρβαση θα καταστεί κάτι επιθετικά ενοχλητικό στο βλέμμα του θεατή.
Ο σκελετός γυαλιών οράσεως της Κλαυδίας παραπέμπει στη 70s αισθητική μιας κινηματογραφικής Nouvelle Vague που η Νάνα Μούσχουρη ενσωμάτωσε στο στυλ της όταν από «χατζιδακική μούσα» μεταμορφώθηκε σε παριζιάνα υπαρξίστρια (με τον τρόπο της). Οταν όμως η μεθερμηνεία της αντανάκλασης μιας εποχής γίνεται με όρους νοσταλγίας, η οικειοποίηση ενός χαρακτηριστικού στοιχείου (τα γυαλιά) δεν καταξιώνει ως αυθεντικό το στυλ της καλλίφωνης ερμηνεύτριας. Ετσι η Κλαυδία υποπίπτει στην κατηγοριοποίηση των μιμιδίων. Και αντί μιας παρουσίας με αυθεντικό στυλ εμφανίζεται ένα προϊόν με πολιτισμικές αναταράξεις. Τότε το φόρεμα-θεατρικό κοστούμι με υπογραφή Deux Hommes κάτω από τις υφασμάτινες αναδιπλώσεις του κρύβει έναν υφέρποντα εθνικισμό και στροβιλίζεται στη θύελλα μιας συζήτησης γύρω από την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, χωρίς να διαθέτει τα δέοντα σημάδια ενός κεντημένου κατιφέ σαγιά. Σαν αυτά που εμπνέουν δημιουργούς της υψηλής ραπτικής όταν μελετούν μουσειακές συλλογές παραδοσιακών ενδυμασιών για να προσδώσουν νόημα στις σύγχρονου ντιζάιν προτάσεις τους.
Και η «Lola»; Μας θυμίζει τις εικόνες του φωτογράφου μόδας Στίβεν Μαϊζέλ που δημιούργησε στις αρχές του 2000 για την ιταλική «Vogue» πάνω στην ιδέα των διασημοτήτων και της χολιγουντιανής καθημερινότητάς τους, ρυθμισμένης ως μιας αποδεκτής υπερβολής. Η «Lola» της μουσικά προικισμένης Μαρίνας Σάττι παρεκτρέπεται, άρα καλλιτεχνίζει και εξορίζεται από την πολιτεία των κοινών πραγμάτων. Στο ένα πλάνο η ανοίκεια παρουσία των ενθουσιασμένων φαν. Στο άλλο μια συμμορία κοριτσιών που μιλάνε με στόμφο και πόζα σαν τις οδυνηρά μπασμένες στη ζωή σεξεργάτριες, σου δίνουν σήμα ότι ήρθε η ώρα να διαβάσεις θεωρία για το αλλόκοτο από τον Μαρκ Φίσερ και αμέσως μετά Σούζαν Σόνταγκ «Περί γυναικών» για να βγάλεις άκρη με τη φυσική ομορφιά, με τον στυλιστικό πλουραλισμό που επικυρώνει το άσχημο, φρικώδες, αφύσικο, εκκεντρικό και το λέει πολλαπλά όμορφο.
Η Σάττι και η παρέα της «Lola» κανιβαλίζουν τα διαφορετικά στυλ την ίδια ώρα που εμπνέονται από τις παρελθούσες στυλιστικές αναπαραστάσεις των πλούσιων και διάσημων στα εντιτόριαλ μόδας α λα Μαϊζέλ. Η αισθητική του «Pop Too», συνώνυμο της ειρωνείας, υπονομεύει τη στερεοτυπική εκδοχή της ομορφιάς. Αν αυτό είναι αλήθεια, τι να σημαίνει η λευκοντυμένη by Celia Kritharioti ερμηνεύτρια Σάττι στην πρώτη ημιτελική φάση της Eurovision, αν όχι ότι συντάσσεται με τα κανονιστικά πρότυπα; Μα όλα είναι σχετικά. Αρκεί να διέπονται από τους όρους μιας γενναιόδωρης χορηγίας.