Μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες αναμονής, ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο ολοκλήρωσε επιτέλους το όνειρό του: μια μεγαλοπρεπή, σκοτεινή και βαθιά προσωπική μεταφορά της «Φρανκενστάιν» της Μέρι Σέλεϊ στο Netflix.
Δίπλα στον ντελ Τόρο, ο Όσκαρ Άιζακ και ο Τζέικομπ Ελορντί ζωντάνεψαν μια ιστορία τρόμου που πατάει στις ρίζες του κλασικού, αλλά χτυπάει κατευθείαν στις πληγές της σύγχρονης ανθρώπινης ψυχής.
Διαπερνώντας κάθε εικόνα, κάθε σκηνή και κάθε ανατριχιαστικό ψίθυρο στην καινούρια ταινία του Φρανκενστάιν του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, υπάρχει η καρδιά της ίδιας της Μέρι Σέλεϊ—η συγγραφέας που, το 1816, γέννησε το αριστούργημα πάνω σε καταιγίδες, όνειρα και βαθιά προσωπικό πόνο. Για τον βραβευμένο με Όσκαρ δημιουργό του The Shape of Water και του Pan’s Labyrinth, το έργο της Σέλεϊ δεν ήταν απλώς έμπνευση. Ήταν σχεδόν θρησκεία.
Ο ντελ Τόρο περιέγραψε το μυθιστόρημα ως «τη Βίβλο» του, ενώ αποκάλεσε το θρυλικό κινηματογραφικό τέρας του Μπόρις Κάρλοφ «Μεσσία» του. Η ανάγκη του να αφηγηθεί την ιστορία αυτή ωρίμαζε μέσα του για δεκαετίες, ώσπου κατέληξε στη μεγάλη πρεμιέρα στο Netflix, με μια παραγωγή σκοτεινή, γοτθική και απίστευτης κλίμακας.
Παρότι η ταινία σέβεται όσο λίγες το πρωτότυπο κείμενο, οι «μικρές τροποποιήσεις» στην ιστορία είναι αυτές που της δίνουν δύναμη — καθιστώντας την, ουσιαστικά, την πιο προσωπική δουλειά του ντελ Τόρο.
«Μεγάλα κομμάτια της ταινίας είναι αυτοβιογραφικά», παραδέχτηκε ο δημιουργός. Για εκείνον, η Σέλεϊ είχε γράψει μια «αυτοβιογραφία της ψυχής της», και τώρα εκείνος κάνει το ίδιο.
Στον ρόλο του Βίκτορ Φρανκενστάιν βρίσκεται ο Όσκαρ Άιζακ, ο οποίος προσεγγίζει τον χαρακτήρα όχι απλώς ως εμμονικό επιστήμονα, αλλά ως άνθρωπο κυνηγημένο από τραύματα και πατρική βία. Στην ταινία του ντελ Τόρο, ο Βίκτορ δεν έχει μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία όπως στο βιβλίο· μεγαλώνει με έναν αυταρχικό πατέρα (εξαιρετικός ο Τσαρλς Ντανς) που τροφοδοτεί τις εμμονές και την ανάγκη του για δημιουργία και απόδραση.
Απέναντί του, ο Τζέικομπ Ελορντί ενσαρκώνει το Πλάσμα, ένα ον τρυφερό, παραμορφωμένο από τον κόσμο όσο και από τον δημιουργό του.
«Βλέπω το πλάσμα ως επέκταση του Γκιγιέρμο, του πόνου του και της δικής του ευαισθησίας» είπε ο ηθοποιός. Για τον Άιζακ, η σχέση Βίκτορ–Πλάσματος δεν είναι απλώς αντιπαλότητα· «είναι ένας άνθρωπος που δημιουργεί το σπασμένο εσωτερικό παιδί του και μετά προσπαθεί να το εξαλείψει».
Η ταινία καταδύεται βαθιά στη φροϋδική ανάλυση, τη σχέση μητέρας-γιου, ενοχής και συγχώρεσης. Παράλληλα, η Μία Γκοθ, σε διπλό ρόλο ως μητέρα του Βίκτορ και ως Ελίζαμπεθ, ενισχύει τη θεματική της ψυχικής διάσπασης και της αναζήτησης αγάπης.
Ο ντελ Τόρο δεν φοβάται να συνδέσει την ιστορία της Σέλεϊ με τον σύγχρονο κόσμο. Μέσα από τον χαρακτήρα του Χένριχ Χάρλαντερ (Κρίστοφ Βαλτς), έναν αδίστακτο χρηματοδότη της δημιουργίας του Φρανκενστάιν, σχολιάζει τον κόσμο των μεγάλων στούντιο—και τη δική του εμπειρία από τις σκοτεινές γωνιές του Χόλιγουντ.
Τελικά, ο ντελ Τόρο επιλέγει ένα τέλος όχι μάταιο, αλλά λυτρωτικό. Ένα τέλος όπου η συγχώρεση, όσο δύσκολη και αν είναι, γίνεται ύστατη σωτηρία. «Όλοι κουβαλάμε ενοχή και ντροπή» λέει ο Ελορντί. «Αλλά δεν είναι απαραίτητα άσχημες. Είναι ανθρώπινες».
Το αποτέλεσμα; Ένας Φρανκενστάιν που δεν είναι απλώς ταινία τρόμου. Είναι εξομολόγηση, ποίημα, και στοχασμός πάνω στο τι σημαίνει να δημιουργείς — και να συγχωρείς. Μια ιστορία για τέρατα, που τελικά μιλά μόνο για ανθρώπους.











