Τι έγινε στη δίκη για το Πολυτεχνείο: Οι «δύο ξένοι», τα Dunhill του Ντερτιλή και ο εκτελεστής με το τσιγάρο

Facebook
Twitter
diki-polytexneio-ef-xr

Η δίκη για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973, και την αιματηρή καταστολή από τα όργανα της χούντας της ηρωικής φοιτητικής εξέγερσης ήταν η τέταρτη κατά σειρά που αφορούσε τις ευθύνες των επίορκων χουντικών αξιωματούχων για την ένοπλη ανατροπή του πολιτεύματος και τα εγκλήματα που ακολούθησαν. Ολες στο δεύτερο εξάμηνο του 1975. Προηγήθηκε η δίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 και ακολούθησαν δύο αλλεπάλληλες δίκες στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών, για τους βασανιστές του ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Στις 16 Οκτωβρίου 1975 ξεκίνησε εκείνη για το Πολυτεχνείο. Ηταν όμως αυτή που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Γιατί ήδη το Πολυτεχνείο είχε προλάβει να εγγραφεί στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων ως μια μεγαλειώδης, η κορυφαία, πράξη αντίστασης κατά του τυραννικού καθεστώτος.

Επιπλέον, όμως, η δίκη αυτή είχε συγκεκριμένα ονόματα και διευθύνσεις. Υπήρχαν δεκάδες ανθρώπινα θύματα, που οι ψυχές τους γύρευαν τη δικαίωση. Δολοφόνοι-ψυχροί εκτελεστές στις θέσεις των κατηγορουμένων, μαζί με τους ηθικούς αυτουργούς, ένα σύμπλεγμα που αποτύπωνε το πλέον αποτρόπαιο πρόσωπο της χούντας, από τη μία.

Και απέναντί τους μαυροντυμένες μανάδες και σύζυγοι, γονείς, αδέρφια και παιδιά, συγγενείς και φίλοι θυμάτων, που δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ και ύπουλα από τα χουντικά ενεργούμενα. Και αποζητούσαν την αλήθεια και την αυστηρή τιμωρία των ενόχων. Και, βέβαια, επειδή υπήρχε και ένα πλήθος ερωτημάτων και σκοτεινών σημείων γύρω από την εξέγερση.

Οπως, για παράδειγμα, αν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου υπήρξε σχεδιασμένη παρέμβαση του Δημήτρη Ιωαννίδη και των συν αυτώ αξιωματικών για εκτράχυνση της κατάστασης ώστε να επιταχυνθεί το δεδομένο σχέδιο ανατροπής του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Αν ήταν αλήθεια ότι οι στρατιωτικοί λειτούργησαν ηπιότερα απέναντι στους εξεγερμένους, ενώ οι αστυνομικοί βάναυσα. Αν υπήρξε -και από ποιον φυσικά- η εντολή «βαράτε στο ψαχνό». Αν στο Πολυτεχνείο ενεπλάκησαν προβοκάτορες και με τίνος την εντολή. Και βέβαια, το κυριότερο: πόσοι ήταν οι νεκροί τελικά;

Ψηλαφώντας και ενδοσκοπώντας γνωστές και άγνωστες λεπτομέρειες της σπουδαίας αυτής δίκης, που αυτές τις ημέρες κλείνουν 50 χρόνια από τη διεξαγωγή της, μπορεί κανείς να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

 

Το σκηνικό στο Πενταμελές

Η δίκη του Πολυτεχνείου ξεκίνησε σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των Φυλακών Κορυδαλλού, στις 9 το πρωί της 16ης Οκτωβρίου 1975. Πρόεδρος ήταν ο Ιωάννης Κουσουλός και δικαστές οι εφέτες Κωνσταντίνος Καινούργιος, Παναγιώτης Καλκαβούρας, Γεώργιος Μαρκουλάκης, Λάμπρος Σακελλαριάδης. Εισαγγελέας της έδρας ο Νικόλαος Γανώσης.

Διήρκεσε δυόμισι μήνες. Στο εδώλιο βρέθηκαν 32 κατηγορούμενοι: στρατιωτικοί και αστυνομικοί από την ηγεσία και από ανώτατους αξιωματικούς μέχρι απλούς στρατιώτες, αστυφύλακες και χωροφύλακες. Ακόμη υπουργοί και κάποιοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μαρκεζίνη, ο οποίος είχε απαλλαγεί από κάθε ευθύνη. Και βέβαια, στην κορυφή, ο επί των γεγονότων του Πολυτεχνείου, αυτοανακηρυχθείς «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» Γεώργιος Παπαδόπουλος, καθώς και ο «αόρατος δικτάτορας» ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης.

Φυγοδίκησε ο Ηλίας Τσαμπουράς, κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και απόπειρα ανθρωποκτονίας, ενώ ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Παναγιώτης Θεράπος ήταν ασθενής. Οι κατηγορίες βαρύτατες για πολλούς. Ανάμεσά τους 24 φόνοι, απόπειρες ανθρωποκτονιών, διακεκριμένη φθορά, επικίνδυνες σωματικές βλάβες, πρόκληση σε τέλεση κακουργημάτων και σωρεία άλλων εγκληματικών πράξεων.

82 δικηγόροι συμμετείχαν είτε ως συνήγοροι υπεράσπισης (Γιώργος Αλφαντάκης, Ιωάννης Καζάκος, Σπύρος Παπασπύρου κ.ά.), είτε πολιτικής αγωγής (Αλέξανδρος Λυκουρέζος, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Φώτης Κουβέλης, Σπύρος Φυτράκης, Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, Χριστόφορος Αργυρόπουλος, Θεόδωρος Κατριβάνος κ.ά.). Κατέθεσαν 237 μάρτυρες κατηγορίας και 47 υπεράσπισης. Στις 30 Δεκεμβρίου, μια εβδομάδα μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, ο πρόεδρος ανακοίνωσε την απόφαση του δικαστηρίου.

 

Μόνο ένας

Μόνο ένας από τους 32 κατηγορουμένους είχε το σθένος να αποδεχθεί το κατηγορητήριο που τον αφορούσε. Ηταν ο Δημήτριος Πίμπας, έμμισθος της τότε ΚΥΠ.

Ακόμη, την ευθύνη της πράξης του ανέλαβε και ο υπίλαρχος Μιχαήλ Γουνελάς. Ηταν ο επικεφαλής του τανκς που γκρέμισε την πύλη. «Οδηγούσα το άρμα και για ό,τι προκύψει από την πτώση της πύλης είμαι υπεύθυνος. Σκοπός μου ήταν η ρίψη της πύλης και όχι να χτυπήσω ανθρώπους», είπε.

Στην απολογία του προσπάθησε να το τεκμηριώσει, υποστηρίζοντας ότι, αν και δεν υποχρεούτο, πήρε την πρωτοβουλία να οδηγήσει ο ίδιος το τανκς προς την πύλη, προσεκτικά, για να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξουν θύματα.

Ολοι οι υπόλοιποι αρνήθηκαν τις κατηγορίες. Παρότι το κατηγορητήριο ήταν συντριπτικό σε αποδείξεις. Και κανείς τους δεν ζήτησε συγγνώμη από τα θύματα, παρά μόνο ο Γουνελάς, για τον τραυματισμό της Πέπης Ρηγοπούλου.

 

Η ιστορική 32η ημέρα

Την 32η ημέρα της δίκης προέκυψε μια έκπληξη δυσάρεστη για τους κατηγορουμένους. Στήθηκαν μερικές τηλεοράσεις στην αίθουσα, στις οθόνες των οποίων είδαν τα «κατορθώματά» τους.
Αρχικά είδαν το πασίγνωστο ντοκουμέντο, το φιλμ του Ολλανδού ανταποκριτή Αλμπερτ Κουράντ.

Παρουσιάζει ανάγλυφα το χρονικό των δύο τελευταίων ημερών πριν από τη νύχτα της επέμβασης, καταγράφοντας και δηλώσεις φοιτητών. Ενώ κλείνει με τη σοκαριστική σκηνή της εισβολής του τεθωρακισμένου στο Πολυτεχνείο, όπως την απαθανάτισε ο Κουράντ από μπαλκόνι του απέναντι ξενοδοχείου «Ακροπόλ».

Στη συνέχεια είδαν ένα -επιεικώς χυδαίο- προπαγανδιστικό φιλμ, τύπου ρεπορτάζ, με το οποίο το υπουργείο Προεδρίας, την επομένη της εισβολής, παρουσίαζε την εικόνα ενός κατεστραμμένου και λεηλατημένου Πολυτεχνείου. «Πρωταγωνιστής» ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Σπύρος Ζουρνατζής. Στη διάρκεια των προβολών επικράτησε απόλυτη σιγή στην αίθουσα. Σημασία έχει η στάση των κατηγορουμένων. Μια διαρκής εικόνα, χιλιάδες λέξεις.

Πολλά πρόσωπα αδιάφορα, άλλα με ύφος μπλαζέ, ακόμα και χαμογελαστά και αρκετά με εμφανή απώθηση έως και μίσος, καθώς αποκαλύπτονταν τα «ανδραγαθήματά» τους. Ντερτιλής και Λυμπέρης, οι δύο κατηγορηθέντες και καταδικασθέντες για ανθρωποκτονίες, με βλέμμα παγωμένο, χωρίς την παραμικρή σύσπαση, καμία ενσυναίσθηση. Με το τέλος των προβολών, κάποιες γυναίκες -κυρίως- από το ακροατήριο, μητέρες, γυναίκες, αδερφές θυμάτων, άρχισαν να φωνάζουν «δολοφόνοι!».

Δύο ξένοι δίπλα-δίπλα

Στη διάρκεια της δίκης έγινε αντιληπτή σε όλους η εχθρότητα, το αβυσσαλέο ψυχικό χάσμα που χώριζε πλέον τους Παπαδόπουλο και Ιωαννίδη. Αιτία η ανατροπή του πρώτου από τον δεύτερο στις 25 Νοεμβρίου 1973, μία εβδομάδα μετά την αιματοχυσία στο Πολυτεχνείο. Ομως, η «χωροταξία» της δίκης -μπροστά στις θέσεις των κατηγορουμένων φυσικοί αυτουργοί και άμεσοι επιχειρησιακοί υπεύθυνοι και πίσω οι ηθικοί αυτουργοί- τούς έφερε να κάθονται στην 5η σειρά, δίπλα-δίπλα. Επί δυόμισι μήνες έκαναν το παν να αποδείξουν ότι είναι ξένοι μεταξύ τους. Δεν αντάλλαξαν βλέμμα. Για κουβέντα δεν συζητάμε.

Σε κάποια διακοπή της δίκης, η ανταποκρίτρια των «New York Times», μία Γερμανίδα δημοσιογράφος και δυο-τρεις Ελληνες πλησίασαν τον Παπαδόπουλο. Και του είπαν ότι ο Ιωαννίδης ισχυρίζεται ότι δεν έχει καμία ανάμειξη στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ποια ήταν η αντίδρασή του; «Δεν θέλω ούτε το όνομά του να ακούω».

Στην έναρξη της δίκης ο Παπαδόπουλος αμφισβήτησε με ένσταση την αρμοδιότητα του δικαστηρίου να κρίνει τις πράξεις του, ισχυριζόμενος ότι ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν «ανεύθυνος άρχων». Το δικαστήριο την απέρριψε, με αιτιολογικό ότι η κυβέρνησή του είχε προέλθει κατόπιν πραξικοπήματος.

Στα μέσα της δίκης, ο Παπαδόπουλος ζήτησε τον λόγο για να δηλώσει ότι αναλαμβάνει προσωπικά την ευθύνη για την παρέμβαση του Στρατού στο Πολυτεχνείο. Ο Ιωαννίδης συνελήφθη από τον φωτογραφικό φακό να παρακολουθεί έκπληκτος τον άλλοτε προϊστάμενό του.

Βάσει πάντως του κατηγορητηρίου, αλλά και των καταθέσεων, ο Ιωαννίδης εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την εξέγερση, για να διευκολύνει το ήδη αποφασισμένο και προγραμματισμένο δικό του πραξικόπημα ανατροπής του Παπαδόπουλου.

Αμφότεροι απολογήθηκαν στις 11 Δεκεμβρίου. Σε κατά τεκμήριο… ακατάληπτα ελληνικά, ο Παπαδόπουλος δήλωσε ότι αναλαμβάνει όλες τις ευθύνες των συγκατηγορουμένων του και ότι προσφέρει τον εαυτό του «ως εξιλαστήριον θύμα όλης αυτής της τραγικής ιστορίας». Και άρχισε να… αραδιάζει τα επιτεύγματα των κυβερνήσεών του. Αρνήθηκε ότι υπήρχε εντολή για χρήση όπλων και γενικότερα σχέδιο για σφαγή στο Πολυτεχνείο.

Ο Ιωαννίδης άδειασε τους συγκατηγορουμένους του, που δήλωναν στο δικαστήριο ότι δεν υπήρξε εντολή για «πυρ κατά βούληση». «Η εντολή ήταν να μην πυροβολούν ασκόπως. Κανείς δεν διέταξε “παύσατε πυρ”. Θα μπορούσαν να διαλυθούν τα στρατιωτικά τμήματα, αν δεν πυροβολούσαν», είπε. Απέδωσε ωστόσο τους φόνους και τους τραυματισμούς σε «αποστρακισμούς σφαιρών και σφάλματα».

Ο Ιωαννίδης προέβη και σε μια «αποκάλυψη», η οποία διαψεύστηκε κατηγορηματικά από τον τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ ως αποκύημα φαντασίας. Οτι του πρότεινε, μέσω του υφυπουργού Κατσαδήμα, τη φυγάδευσή του στο εξωτερικό.

Ηταν ολοφάνερο ότι η δίκη αυτή ελάχιστα τον απασχολούσε. Το μυαλό του ήταν στη δίκη που θα ακολουθούσε. Αυτή για την προδοσία της Κύπρου, μια εθνική τραγωδία. Φοβόταν ότι η ποινή για τις ευθύνες του δεν θα ήταν μετατρέψιμη, όπως των τριών θανατοποινιτών για το πραξικόπημα. Ο λαός «έβραζε». Αλλά η δίκη αυτή δεν έγινε ποτέ…

 

«Εκαψαν» τον Ντερτιλή

Στην είσοδο της πολυκατοικίας στη γωνία Στουρνάρη και Πατησίων, έμελλε το πρωί της Κυριακής 18 Νοεμβρίου 1973, να κοπεί το νήμα της ζωής του 20χρονου Μιχάλη Μυρογιάννη. Στυγνός εκτελεστής του, ο τότε συνταγματάρχης Νικόλαος Ντερτιλής. Τράβηξε το περίστροφό του και τον πυροβόλησε στο κεφάλι.

Υπάρχει και ασύλληπτο φωτογραφικό ντοκουμέντο που τον δείχνει με το περίστροφο προτεταμένο. Στο δικαστήριο, ως γνήσιος άνανδρος και δειλός επίορκος αξιωματικός, ήδη καταδικασμένος σε ισόβια ως πραξικοπηματίας, αρνήθηκε την κατηγορία, μάλιστα ισχυρίστηκε ότι δεν είχε κατέβει καν στο Πολυτεχνείο.

Δεκατρείς μάρτυρες διέλυσαν κάθε αμφιβολία των δικαστών. Ανάμεσά τους ο ένοικος της πολυκατοικίας, ο τότε 60χρονος πασίγνωστος θεατρικός συγγραφέας Μίμης Τραϊφόρος, σύζυγος της ερμηνεύτριας του έπους του ’40 Σοφίας Βέμπο. Οπως κατέθεσε, «μόλις ο νεαρός επάτησεν τον πόδα του πλησίον του φανοστάτου, ένας αξιωματικός κατήλθε εκ μικρού στρατιωτικού αυτοκινήτου με νευρικότητα και με το πιστόλι του επυροβόλησε δις. Ο νεαρός έπεσε κάτω, με την κεφαλήν τραυματισμένην από σφαίρας. Η κεφαλή ήτο επί του πεζοδρομίου και το υπόλοιπον σώμα έκειτο επί του καταστρώματος της οδού».

Κατά του Ντερτιλή κατέθεσαν και πολλοί αξιωματικοί, που τον άκουσαν να κομπάζει για το «κατόρθωμά» του. Αυτός όμως, που στην κυριολεξία τον «έκαψε» ήταν ο Αντώνης Αγριτέλης. Ενας απλός στρατιώτης, οδηγός του τζιπ με το οποίο ο Ντερτιλής κατέβηκε στο Πολυτεχνείο εκείνο το πρωί.

«Πράγματι ο Ντερτιλής εις την γωνίαν των οδών Στουρνάρη και Πατησίων είδε έναν νεαρό, τον οποίον ημπόδιζον αστυνομικοί να περάση, εξέφυγεν όμως και ήρχισε να τρέχη. Τότε εξήγαγε το περίστροφόν του και τον επυροβόλησε. Ο νεαρός έπεσε χαμαί και έμεινεν ακίνητος, ενώ τα μυαλά του εσκορπίθησαν. “Με παραδέχεσαι, ρε; Σαράντα πέντε χρόνων άνθρωπος και με τη μία τον πέτυχα στο κεφάλι”», κατέθεσε ότι του είπε ο συνταγματάρχης.

Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι ο Αγριτέλης τού ήταν παντελώς άγνωστος. Ομως, στη στιχομυθία που ακολούθησε, αποκαλύφθηκε το θρασύτατο ψεύδος του.

Πρόεδρος: Κύριε Ντερτιλή, τον είχατε οδηγό;
Ντερτιλής: Δεν τον ξέρω ούτε φυσιογνωμικά ούτε ονομαστικά.
Αγριτέλης: Δεν καπνίζατε τσιγάρα Dunhill, κύριε Ντερτιλή;
Ντερτιλής: Μπορεί, αν μου προσέφεραν, δεν θυμάμαι…
Αγριτέλης: Δεν με στέλνατε να γεμίζω τον χρυσό αναπτήρα σας;
Ντερτιλής: Πού να ξέρω ποιον στρατιώτη έστελνα για τον αναπτήρα μου;
Πρόεδρος: Πού είναι το σπίτι του;
Αγριτέλης: Στην Αγία Παρασκευή, απέναντι από το Αμερικανικό Κολλέγιο.
Πρόεδρος: Εκεί είναι το σπίτι σας, κύριε Ντερτιλή;
Ντερτιλής: Μάλιστα.
Γεώργιος Αλφαντάκης (συνήγορος Ντερτιλή): Το σπίτι του το ξέρετε, πώς ήταν;
Αγριτέλης: Νομίζω ήταν τετραώροφο. Είχα μπει μέσα δυο-τρεις φορές. Νομίζω είχε όλο τον όροφο.
Αλφαντάκης: Πού γεμίζατε τον αναπτήρα;
Αγριτέλης: Στο κατάστημα που είναι στην οδό Βουκουρεστίου, μέσα σε μια στοά.
Αλφαντάκης: Τι όπλο είχε ο Ντερτιλής;
Αγριτέλης: Περίστροφο με μύλο.

Σκότωνε και άναβε τσιγάρο

Και ο έτερος εκτελεστής, ο τότε δόκιμος ανθυπολοχαγός Νικόλαος Λυμπέρης παρακολουθούσε ανέκφραστος τους μάρτυρες να καταγγέλλουν τη διπλή δολοφονία στην οποία προέβη. Εκτέλεσε εν ψυχρώ τον Μάρκο Καραμανή (δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον γιο του που γεννήθηκε 6 μήνες μετά) και τραυμάτισε στο κεφάλι τον εξάδελφό του Χρήστο Μηλιαράκη, που βρισκόταν σε ταράτσα πολυκατοικίας στη συμβολή Πατησίων και πλατείας Αιγύπτου. Εκείνος ήταν επικεφαλής ομάδας στρατιωτών που είχαν καταλάβει την ταράτσα του κτιρίου του ΟΤΕ από τις 10 το πρωί του Σαββάτου 17 Νοεμβρίου.

Τη δολοφονική του ενέργεια επιβεβαίωσαν στο δικαστήριο οι μάρτυρες, υπάλληλοι του ΟΤΕ, Παν. Ασδεράκης, Εμ. Μαρουφίδης, Ι. Χατζηχριστοφής και Αλ. Βερνάρδος. Κατέθεσαν ότι όταν είδε τους δύο νεαρούς, «ο εν λόγω αξιωματικός ήρπασε το τυφέκιον ενός στρατιώτου, εσκόπευσε και επυροβόλησε τρις προς την ταράτσαν της πολυκατοικίας ένθα ήσαν τα νεαρά άτομα. Η πρώτη βολή ηστόχησεν, η δεύτερη έπληξε τον έναν νεαρόν, ο οποίος έπεσε χαμαί, και η τρίτη έπληξε τον άλλον νεαρόν, ο οποίος παραπάτησε ολίγον ως μεθυσμένος και έφυγεν […]».

«Πυροβολούσε οποιονδήποτε τολμούσε να εμφανιστεί στο οπτικό του πεδίο. Μετά κάθισε και άναψε τσιγάρο», ανέφερε ο Μαρουφίδης παγώνοντας το δικαστήριο. Τον Λυμπέρη κατονόμασαν ως δράστη δολοφονίας και οι Παν. Δούκας, τότε έφεδρος επιλοχίας και ο έφεδρος λοχίας Αλεξ. Φλώρος.

Ο Λυμπέρης εκτέλεσε και τον 17χρονο τότε μαθητή της Λεοντείου Αλέξανδρο Σπαρτίδη. Οπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, «εκ των προς την οδόν Κότσικα ριφθέντων πυροβολισμών επλήγη καιρίως ο διερχόμενος την στιγμήν εκείνην νεαρός Αλέξανδρος Σπαρτίδης, όστις και απεβίωσε».

 

Οι προβοκάτορες

Ο προαναφερθείς Δ. Πίμπας δήλωσε ότι ως πληροφοριοδότης της ΚΥΠ μπήκε στο Πολυτεχνείο κατόπιν εντολής του συγκατηγορουμένου του Δημητρίου Κατσούλη, για να καταγράφει τη δράση των εγκλείστων. Εμφανίστηκε μάλιστα ως θύμα εκβιασμού του Κατσούλη, εξαιτίας μιας κλοπής που είχε διαπράξει στο Ιπποκράτειο. Επιβεβαίωσε ακόμα ότι είδε έξω από το Πολυτεχνείο πολλά άτομα που γνώριζε φυσιογνωμικά από τη «σταδιοδρομία» του ως πληροφοριοδότης. Περίπου 100-150 αστυνομικοί και ΚΥΠατζήδες. Απολογούμενος ο Κατσούλης, τον χαρακτήρισε μυθομανή.

Πλειάδα μαρτύρων αναφέρθηκε σε παρουσία και δράση προβοκατόρων, μάλιστα ο Κωνσταντίνος Κούτρας αναφέρθηκε σε έναν νεαρό που έγραφε στους τοίχους της Αρχιτεκτονικής τα συνθήματα «Κάτω το Κράτος» και «Λαοκρατία» και όταν οι φοιτητές τού ζήτησαν την ταυτότητά του, τους έδειξε μια ταυτότητα της Παντείου με αριθμό 2000. «Εγώ όμως που είχα φοιτήσει στην Πάντειο το 1966 είχα αριθμό ταυτότητας 14.000. Τότε υποχρεώθηκε να ομολογήσει ότι είναι Εσατζής και ότι τον είχε στείλει ο διοικητής του να κάνει προβοκάτσια», κατέθεσε.

Ενώ και ο καθηγητής του ΕΜΠ Θεόδωρος Σκουλικίδης επιβεβαίωσε την εισχώρηση ξένων στοιχείων στον χώρο του Ιδρύματος, τα οποία αλλοίωσαν τον χαρακτήρα της εξέγερσης, ενώ ο ίδιος είδε πολίτες στο πλευρό των αστυνομικών να χτυπούν με κλομπ νεαρούς.

 

Με τη σφαίρα στο χέρι

Η μαθήτρια τότε Ειρήνη Μουστάκα κατέθεσε ότι την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου, επιστρέφοντας από φροντιστήριο, στο κέντρο της Αθήνας, πήγε να πάρει τον ηλεκτρικό, αλλά διαπίστωσε ότι τα δρομολόγια δεν εκτελούνταν. Από έναν τηλεφωνικό θάλαμο στην πλατεία Βικτωρίας, επικοινώνησε με τον πατέρα της. Βγαίνοντας από τον θάλαμο, αισθάνθηκε κάτι ζεστό να της διαπερνά το μάγουλο.

Το πρόσωπό της πλημμύρισε με αίματα. Ενας ελεύθερος σκοπευτής την είχε πυροβολήσει από την ταράτσα ενός κοντινού κτιρίου. Η σφαίρα τρύπησε το μάγουλο και τη γλώσσα της και καρφώθηκε στο σαγόνι της. Εζησε από θαύμα. Οση ώρα κατέθετε στο δικαστήριο, κρατούσε στο χέρι της τη σφαίρα, δείχνοντάς τη στους δικαστές. Η βαλλιστική εξέταση απέδειξε ότι είχε φύγει από όπλο του στρατού.

«Δεν θέλω άλλον Πέτρουλα»

Κάποιοι μάρτυρες υπεράσπισης προσπάθησαν να απαλλάξουν τον Παπαδόπουλο από τις ευθύνες του. Ο τότε υπουργός Παιδείας Παναγιώτης Σιφναίος κατέθεσε ότι στη σύσκεψη που έγινε την ημέρα της κατάληψης του Πολυτεχνείου, όταν εξέθεσε την κατάσταση μιλώντας για επικείμενες φθορές, ο Παπαδόπουλος του απάντησε κατηγορηματικά: «Ας τα καταστρέψουν όλα, να τα κάψουν όλα, ας βγούνε στους δρόμους, αλλά δεν θέλω να γίνει τίποτα σε βάρος των φοιτητών».

Και ότι όταν τον είχε πρωτογνωρίσει, ενάμιση μήνα νωρίτερα, στις 4 Οκτωβρίου 1973, του είχε πει: «Δεν θέλω να χτυπηθεί ποτέ φοιτητής, δεν θέλω άλλον Πέτρουλα». Αλλά υπήρξαν, τελικά, τουλάχιστον 24.

«Είχα και την κόρη μου εκεί»

Ο εκ των κατηγορουμένων Νικόλαος Εφέσιος, υπουργός Εθνικής Αμυνας στα γεγονότα, δήλωσε ανακουφισμένος όταν στις 4 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Δημήτριος Ζαγοριανάκος, συγκατηγορούμενός του, του ανέφερε την αναίμακτη εκκένωση του Πολυτεχνείου. Ιδίως γιατί είχε και ο ίδιος παιδιά και μάλιστα η κόρη του, το βράδυ εκείνο, ήταν στο Πολυτεχνείο. Ενώ πρόσθεσε ότι η διαταγή του Παπαδόπουλου ήταν να μην γίνει χρήση όπλων.

«Βαράτε στο ψαχνό»

Πολλές καταθέσεις μαρτύρων, αλλά και απολογίες κατηγορουμένων κατονόμασαν τον αντιστράτηγο Σταύρο Βαρνάβα ως εκείνον που έδωσε την εντολή «βαράτε στο ψαχνό». Ο επίσης κατηγορούμενος, υποστράτηγος της Χωροφυλακής και επικεφαλής της δύναμης του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως Παντελής Καραγιάννης υποστήριξε ότι ο Βαρνάβας έδωσε τηλεφωνικά τη σχετική εντολή απευθείας στη φρουρά. Και όταν ο ίδιος ενημερώθηκε, την αλλοίωσε, υποδεικνύοντας στους φρουρούς να πυροβολούν στον αέρα. Ομως κάποιοι υπάκουσαν τον Βαρνάβα.

Τα παραπάνω, περί εντολής Βαρνάβα, επιβεβαίωσε στη δική του απολογία και ο αξιωματικός Νικόλαος Κέφης. Πρόσθεσε ότι ρίχτηκαν 3.800 σφαίρες από τους φρουρούς του υπουργείου κατά των διαδηλωτών. Οι δικαστές πείστηκαν. Ο Βαρνάβας καταδικάστηκε τρις σε ισόβια.

Ο δε οδηγός του Ντερτιλή, Αγριτέλης, ανέφερε στην κατάθεσή του και ότι «κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Πολυτεχνείου ο Ντερτιλής έλεγε συνεχώς σε όποιον συναντούσε, “βαράτε στο ψαχνό”. Ελεγε μάλιστα σε κάποιους ότι “όταν δείτε τέσσερα άτομα, τον έναν να τον σκοτώνετε και τους τρεις να τους βάζετε στο καμιόνι».

Οι νεκροί

Για τον αριθμό των νεκρών της εξέγερσης υπήρξε πολλή συζήτηση. Η πρώτη επίσημη καταγραφή, τον Οκτώβριο του 1974, από τον εισαγγελέα Δημήτριο Τσεβά, εντόπισε 18 πλήρως βεβαιωθέντες νεκρούς και 16 άγνωστους «βασίμως προκύπτοντες».

Πρώτος στον Τσεβά ο δημοσιογράφος Γρηγόριος Παπαδάτος είχε καταθέσει για 59 νεκρούς. Ο κατηγορούμενος Πίμπας είχε παρουσιαστεί «αυθορμήτως» λόγω τύψεων, όπως ισχυρίστηκε, στον Τσεβά, δηλώνοντας ότι υπήρχαν 450 νεκροί, επικαλούμενος συνομιλίες πρακτόρων της ΚΥΠ. Πολλοί μάλιστα είχαν θαφτεί σε ομαδικούς τάφους. Ουδέποτε επιβεβαιώθηκε. Ο εισαγγελέας της τακτικής ανάκρισης, Ι. Ζαγκίνης εισηγήθηκε τελικά την παραπομπή των κατηγορουμένων για 23 ανθρωποκτονίες. Στη δίκη προστέθηκε άλλη μία.

Σύμφωνα με εμπεριστατωμένη έρευνα του διευθυντή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, το 2003, ο αριθμός των επώνυμων νεκρών της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ανέρχεται σε 24, ενώ ο αριθμός των νεκρών, αγνώστων στοιχείων, σε 16. Ακόμη, στο δικαστήριο δεν προέκυψε καμία ισχυρή μαρτυρία που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη νεκρών εντός του χώρου του Πολυτεχνείου.

 

Η εξομολόγηση του προέδρου

«Ολοι οι μάρτυρες που είχαν τα παιδιά τους σκοτωμένα με συγκίνησαν. Πολλές φορές δάκρυζα και εγώ στη δίκη και καλυπτόμουν με χαρτιά, για να μη με πάρουν χαμπάρι ότι συγκινήθηκα». Λόγια του προέδρου του δικαστηρίου Ιωάννη Κουσουλού, σε τηλεοπτική παρουσία του πολλά χρόνια αργότερα. Ο ίδιος θεωρούσε ότι την αρχηγία την είχε ο Ιωαννίδης: «Ηταν ένας σκοτεινός, πολύ σκοτεινός τύπος, που κινούσε τα νήματα από το υπόγειο. Για μένα αυτός είχε την αρχηγία, αυτός ήταν ο εγκέφαλος…».

Οι καταδίκες

 

  • ■ Δημήτριος Ιωαννίδης, 7 φορές ισόβια κάθειρξη για ηθική αυτουργία σε 7 ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως, 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για 38 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση προς διάπραξη κακουργημάτων και πλημμελημάτων.
  • ■ Γεώργιος Παπαδόπουλος, 25 χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως και απόπειρες ανθρωποκτονιών.
  • ■ Σταύρος Βαρνάβας, αντιστράτηγος ε.α., 3 φορές ισόβια κάθειρξη, 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση, για ηθική συναυτουργία τριών ανθρωποκτονιών εκ προθέσεως και 17 άλλων ανθρωποκτόνων αποπειρών.
  • ■ Νικόλαος Ντερτιλής, ισόβια κάθειρξη για την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε βάρος τού Μυρογιάννη.
  • ■ Κωνσταντίνος Μαυροειδής, τότε αρχηγός της ΑΣΔΕΝ, 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για απλή συνέργεια σε έξι ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως και 37 απόπειρες ανθρωποκτονιών.
  • ■ Δημήτριος Ζαγοριαννάκος, τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, σε 25 χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονίες και απόπειρες ανθρωποκτονιών.
  • ■ Ιωάννης Λυμπέρης, έφεδρος ανθυπολοχαγός, σε 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για δύο ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως και μία απόπειρα ανθρωποκτονίας.
  • ■ Παντελής Καραγιάννης, πρώην υπαρχηγός της Χωροφυλακής, σε 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για απλή συνέργεια σε τρεις ανθρωποκτονίες και 17 απόπειρες ανθρωποκτονιών.

Δώδεκα κατηγορούμενοι τιμωρήθηκαν με ελαφρύτερες ποινές (5 μήνες – 10 χρόνια κάθειρξη) για διάφορες κατηγορίες. Και άλλοι 12 αθωώθηκαν.

Τον Φεβρουάριο του 1977 η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών αθώωσε τους Δ. Ζαγοριανάκο, Κ. Μαυροειδή, Παντ. Καραγιάννη, Ι. Καλύβα και Β. Μπουκλάκο και μείωσε τις ποινές για τους Στ. Βαρνάβα και Λ. Χριστολουκά. Η απόφαση επικρίθηκε σφοδρότατα.

Μοιραστείτε το άρθρο :

Δείτε επίσης...

Eγγραφή στο Newsletter

Κύλιση στην κορυφή