Η σκοτεινή πλευρά της τέχνης – Πώς γίνεται το “ξέπλυμα” χρήματος με τα έργα

Facebook
Twitter
GettyImages-909119900-768x512

Είτε βρίσκονται κρεμασμένα στους τοίχους των πιο διάσημων μουσείων και γκαλερί, είτε τα περιεργάζονται εκατομμύρια ζευγάρια ματιών, είτε κλειδώνονται σε θησαυροφυλάκια, είτε κοσμούν παλάτια στην Σαουδική Αραβία και βίλες στην Νέα Υόρκη, τα έργα τέχνης πωλούνται και αγοράζονται για ποσά που αγγίζουν δισεκατομμύρια δολάρια. Tο 2025, η παγκόσμια αγορά τέχνης έφτασε σε πωλήσεις ύψους 57,5 δισ. δολαρίων (49,5 δισ. ευρώ), σύμφωνα με την έκθεση Art Basel & UBS Art Market Report 2025. Το μέγεθος αυτό δεν υπογραμμίζει μόνο τη σημασία της τέχνης ως πολιτιστικού αγαθού, αλλά και ως επενδυτικού asset υψηλής αξίας.

Η σκοτεινή πλευρά της τέχνης – Πώς γίνεται το “ξέπλυμα” χρήματος με τα έργα
Tο 2025, η παγκόσμια αγορά τέχνης έφτασε σε πωλήσεις ύψους 49,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την έκθεση Art Basel & UBS Art Market Report.

Όταν λοιπόν κανείς σκέφτεται όλα τα παραπάνω συνήθως φαντάζεται εικόνες υψηλού κύρους, πολιτισμικής αξίας, έντονης αγάπης για την δημιουργικότητα, λαμπερές αίθουσες δημοπρασιών, κοσμοπολίτικα art fairs και ιδιωτικά δείπνα συλλεκτών. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, καθώς η τέχνη δεν είναι μόνο σύμβολο κύρους, αλλά και ιδανικό εργαλείο για την απόκρυψη, τη μετακίνηση και τη «νομιμοποίηση» παράνομων κεφαλαίων. Κάπως έτσι ο τομέας αυτός έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πιο ελκυστικούς μηχανισμούς για το οργανωμένο έγκλημα.

Μια αγορά χωρίς διαφάνεια

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Γραφείου για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα, των Ηνωμένων Εθνών (UNODC), το 2% έως 5% του παγκόσμιου ΑΕΠ ξεπλένεται ετησίως μέσω παράνομων πρακτικών. Αν και η τέχνη αποτελεί μόνο έναν από τους πολλούς μηχανισμούς ξεπλύματος χρήματος, ξεχωρίζει για έναν λόγο: είναι από τους λιγότερο ρυθμισμένους και διαφανείς κλάδους της παγκόσμιας οικονομίας. Οι συναλλαγές στην αγορά τέχνης χαρακτηρίζονται από: υποκειμενικές αποτιμήσεις, περιορισμένη ή ανύπαρκτη δημοσιοποίηση τιμών, χρήση μεσαζόντων και ανώνυμων εταιρικών σχημάτων και έλλειψη υποχρεωτικών ελέγχων προέλευσης κεφαλαίων.
Σε αντίθεση με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπου οι έλεγχοι «Know Your Customer» (KYC) είναι αυστηροί, στον κόσμο της τέχνης η ανωνυμία θεωρείται συχνά μέρος της «κουλτούρας» της αγοράς. Αυτό την καθιστά ιδανικό πεδίο δράσης για εγκληματικές οργανώσεις. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο ότι, μετά το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων, η διακίνηση έργων τέχνης συγκαταλέγεται στις πιο προσοδοφόρες παράνομες δραστηριότητες παγκοσμίως.

Το παράδειγμα Basquiat
Το 2007 αποκαλύφθηκε μια υπόθεση που ανέδειξε με τον πιο ωμό τρόπο τις αδυναμίες του συστήματος. Έργο του Jean-Michel Basquiat πέρασε από τελωνείο με τιμολόγιο αξίας μόλις 100 δολαρίων, όταν η πραγματική του αξία ανερχόταν στα 8 εκατομμύρια. Πίσω από τη συναλλαγή βρισκόταν πρώην τραπεζίτης από τη Βραζιλία, ο οποίος χρησιμοποιούσε το έργο ως όχημα ξεπλύματος χρήματος. Το περιστατικό αυτό δεν αποτελεί βέβαια εξαίρεση, αλλά ενδεικτικό παράδειγμα. Η τέχνη, λόγω της φύσης της, μπορεί εύκολα να υποτιμηθεί ή να υπερτιμηθεί στα χαρτιά, χωρίς να κινήσει υποψίες -ιδίως όταν οι αρμόδιες αρχές δεν διαθέτουν εξειδικευμένη γνώση.

Η σκοτεινή πλευρά της τέχνης – Πώς γίνεται το “ξέπλυμα” χρήματος με τα έργα
Στον κόσμο της τέχνης η ανωνυμία θεωρείται συχνά μέρος της «κουλτούρας» της αγοράς κι αυτό την καθιστά ιδανικό πεδίο δράσης για εγκληματικές οργανώσεις.

Μια “καλοκουρδισμένη μηχανή”
Το ξέπλυμα χρήματος είναι η διαδικασία με την οποία παράνομα έσοδα μετατρέπονται σε «νόμιμα». Στον κόσμο της τέχνης, αυτή η διαδικασία ακολουθεί τα ίδια τρία στάδια που συναντάμε σε άλλους τομείς: τοποθέτηση, διαστρωμάτωση και ενσωμάτωση.
Στο πρώτο στάδιο, τα «βρώμικα» χρήματα εισέρχονται στο σύστημα. Ένας εγκληματίας μπορεί να αγοράσει έργα τέχνης με μετρητά και στη συνέχεια να τα μεταπωλήσει, ζητώντας πληρωμή μέσω τραπεζικής μεταφοράς. Συχνά αυτό γίνεται με τη συνδρομή διεφθαρμένων μεσαζόντων σε γκαλερί, οίκους δημοπρασιών ή free ports -τις ειδικές αποθήκες έργων τέχνης σε φορολογικούς παραδείσους.
Το δεύτερο στάδιο, η διαστρωμάτωση, είναι εκεί όπου η τέχνη παίζει καθοριστικό ρόλο. Οι συνεχείς μεταπωλήσεις, οι εικονικές δημοπρασίες και η κερδοσκοπία γύρω από «hot» καλλιτέχνες επιτρέπουν τη μετακίνηση μεγάλων ποσών μέσα από λίγες συναλλαγές, χωρίς να εγείρουν ανησυχίες. Τέλος, στο στάδιο της ενσωμάτωσης, τα κεφάλαια επιστρέφουν στην επίσημη οικονομία μέσω εταιρειών-βιτρίνα, επενδύσεων ή αγορών ακινήτων. Το χρήμα έχει πλέον «καθαριστεί».

Πέρα όμως από το ξέπλυμα χρήματος, η τέχνη αποτελεί και άμεση πηγή παράνομων εσόδων. Η παραγωγή πλαστών έργων, η πώληση κλεμμένων αρχαιοτήτων και η λαθραία διακίνηση πολιτιστικών αγαθών -συχνά από εμπόλεμες ζώνες- χρηματοδοτούν εγκληματικά δίκτυα και τρομοκρατικές οργανώσεις. Το παράδοξο είναι ότι πολλά από αυτά τα έργα καταλήγουν σε νόμιμες αγορές, εκτεθειμένα σε σεβαστά ιδρύματα, χωρίς ποτέ να έχει διερευνηθεί επαρκώς η προέλευσή τους.

Πώς μπορεί να προστατευτεί η αγορά;

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο κλάδος διαθέτει τα εργαλεία για να αυτοπροστατευτεί και αν τα χρησιμοποιεί. Τα τελευταία χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλοι διεθνείς οργανισμοί έχουν αρχίσει να εντάσσουν τους εμπόρους έργων τέχνης σε πλαίσια κατά του ξεπλύματος χρήματος. Ωστόσο, η εφαρμογή παραμένει αποσπασματική. Για να διαπιστωθεί οποιαδήποτε παρανομία και να προστατευτεί η αγορά απαιτούνται: υποχρεωτικοί έλεγχοι προέλευσης κεφαλαίων, διαφάνεια στις τιμές και στις ταυτότητες των αγοραστών, εκπαίδευση των επαγγελματιών της τέχνης και διεθνής συνεργασία μεταξύ τελωνείων, τραπεζών και πολιτιστικών φορέων.

Η τέχνη δεν φταίει. Όμως η αγορά της δεν μπορεί πλέον να κρύβεται πίσω από τον μύθο της αθωότητας. Όσο παραμένει αδιαφανής, θα συνεχίσει να προσελκύει το οργανωμένο έγκλημα. Το διακύβευμα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και βαθιά πολιτιστικό. Γιατί όταν η τέχνη γίνεται εργαλείο εγκλήματος, δεν ξεπλένεται μόνο το χρήμα, ξεθωριάζουν και οι αξίες που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί.

Μοιραστείτε το άρθρο :

Δείτε επίσης...

Eγγραφή στο Newsletter

Κύλιση στην κορυφή