Το τέλος εποχής του φθηνού χρήματος σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά προεξοφλούν οι αποφάσεις της ΕΚΤ που αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο για άνοδο των βασικών επιτοκίων με ταχύτερο ρυθμό από αυτόν που είχε προβλεφθεί μέχρι σήμερα.
Μετά και τις χθεσινές ανακοινώσεις το euribor 3μήνου με βάση το οποίο τιμολογείται η πλειοψηφία των δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, εκτιμάται ότι θα φτάσει στο 1,15% τον Δεκέμβριο από -0,3% σήμερα, επίπεδο που έχει να καταγραφεί από τον Ιανουάριο του 2012.
Το euribor 3μήνου με βάση το οποίο τιμολογείται η πλειοψηφία των δανείων εκτιμάται ότι θα φτάσει στο 1,15% τον Δεκέμβριο από -0,3% σήμερα.
Παρά το γεγονός ότι η άνοδος των επιτοκίων ευνοεί τις τράπεζες αυξάνοντας αυτόματα τα έσοδα από τόκους, η αγωνία για τις ευρύτερες επιπτώσεις είναι διάχυτη, με βασική πηγή ανησυχίας την επίπτωση που θα έχει στην ομαλή εξυπηρέτηση του υφιστάμενου χρέους και η πιθανότητα να οδηγηθούμε σε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Αν και μέχρι σήμερα τα στοιχεία δείχνουν ότι η επίπτωση από την άνοδο του πληθωρισμού στο διαθέσιμο εισόδημα και στην εξυπηρέτηση του ιδιωτικού χρέους είναι ελεγχόμενη, όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι οι επιπτώσεις δεν θα αργήσουν να φανούν, τουλάχιστον για όσα νοικοκυριά και επιχειρήσεις λειτουργούν οριακά. Ανάχωμα προς το παρόν αποτελεί η αύξηση των καταθέσεων που παρατηρείται σταθερά και το 2022 και η οποία στηρίζεται στην άνοδο του ΑΕΠ αλλά και στα κυβερνητικά μέτρα, που θα διασώσουν μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος.
Να σημειωθεί ότι με βάση τις εκτιμήσεις των τραπεζών η άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 100-150 μονάδες βάσης έως τις αρχές του 2023 θα αποφέρει πρόσθετα κέρδη άνω του 1 δισ. ευρώ περίπου από έσοδα τόκων.
Πρόκειται για το καθαρό όφελος που θα προκύψει από τη συνολική ανατιμολόγηση τόσο του δανειακού χαρτοφυλακίου, όσο και των καταθέσεων, τα επιτόκια των οποίων θα αυξηθούν επίσης, αλλά όχι με γεωμετρικό τρόπο, όπως θα συμβεί στο σκέλος των απαιτήσεων που περιλαμβάνει τη συντριπτική πλειοψηφία των δανείων που είναι συνδεδεμένα με το euribor 3μήνου.
Με βάση τις ανακοινώσεις των τραπεζών, τα καταθετικά επιτόκια θα μείνουν σχεδόν ανεπηρέαστα από την άνοδο του βασικού επιτοκίου έως το 0,5% και θα αρχίσουν να αυξάνονται πάνω από αυτό το επίπεδο, διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο τα spreads των ελληνικών τραπεζών, δηλαδή το «ισοζύγιο» επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων.