
«Οι ρυθμίσεις του νόμου-πλαισίου καθιστούν τη λειτουργία των πανεπιστημίων περισσότερο αποτελεσματική, μεταξύ άλλων, με τη θεσμοθέτηση νέου συστήματος διοίκησης. Με εκλεγμένα, αντιπροσωπευτικά όργανα, στα οποία μετέχουν και εξωτερικά μέλη από την ελληνική και παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα και την κοινωνία. Με σαφείς και διακριτές αρμοδιότητες ανά όργανο».
Αυτό είναι το εισαγωγικό κείμενο του υπουργείου Παιδείας, με το οποίο παρουσιάζει το νέο μοντέλο διοίκησης στα ΑΕΙ. Προβλέπει θεσμοθέτηση 11μελούς Συμβουλίου Διοίκησης, το οποίο θα αποτελείται από 6 πανεπιστημιακούς εκλεγμένους από την κοινότητα του ΑΕΙ και 5 εξωτερικά μέλη, που θα επιλέγονται με αυξημένη πλειοψηφία από τα έξι μέλη, κατόπιν διεθνούς πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Το συμβούλιο θα επιλέγει τον πρύτανη μεταξύ των έξι.
Προβλέπεται η θεσμοθέτηση 11μελούς Συμβουλίου Διοίκησης, το οποίο θα αποτελείται από 6 πανεπιστημιακούς εκλεγμένους από την κοινότητα του ΑΕΙ και 5 εξωτερικά μέλη.
Η ρύθμιση εμφανίζει παρόμοια φιλοσοφία με τον νόμο του 2001 – τότε είχαν θεσμοθετηθεί για πρώτη φορά τα συμβούλια με συμμετοχή εξωτερικών μελών, αλλά ουσιώδεις διαφορές. Ηδη εκφράζονται αντιδράσεις επί του μοντέλου διοίκησης που προτείνει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το νέο μοντέλο διοίκησης των ΑΕΙ συγκεντρώνει τις διαφωνίες και πανεπιστημιακών, που τάσσονται υπέρ της θεσμοθέτησης ενός συμβουλίου με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων εκτός ΑΕΙ. Θεωρούν ότι με τη δομή του το συμβούλιο δεν θα υπηρετήσει τους μεταρρυθμιστικούς στόχους τους οποίους δηλώνει το υπουργείο Παιδείας.
Ταυτόχρονα, εκτιμούν ότι επί της ουσίας δεν θα αλλάξουν οι σημερινές ισορροπίες μεταξύ των οργάνων διοίκησης των ΑΕΙ, οι οποίες ευθύνονται για τις στρεβλώσεις (όπως τις καταγράφει το υπουργείο Παιδείας) που θέλει να αντιμετωπίσει το νέο μοντέλο διοίκησης.
Πόσο λοιπόν το νέο σύστημα, που υποβαθμίζει τον ρόλο του πρύτανη, εξυπηρετεί τους στόχους που έχει ορίσει το ίδιο το υπουργείο; Και εάν οι προθέσεις του υπουργείου είναι θετικές, χθες η υπουργός Νίκη Κεραμέως μίλησε για φίλτρα διαφάνειας, αξιοκρατίας, λογοδοσίας, συλλογικότητας στα ΑΕΙ, στην πράξη θα υλοποιηθούν;
Οι αλήθειες και η συζήτηση για το μέλλον
Του Χρήστου Μπούρα, Πρύτανη Πανεπιστημίου Πατρών
Το υπουργείο κατέθεσε πρόταση για νέο νόμο-πλαίσιο για τα πανεπιστήμια για άλλη μια φορά, σε μια περίοδο προεκλογική όπου, δυστυχώς, η συζήτηση δεν θα γίνει με όρους συναίνεσης και έντιμων συμβιβασμών, αλλά για να χαϊδέψει αυτιά ένθεν και ένθεν. Ο,τι χειρότερο, δηλαδή, για το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο. Οι όποιες φωνές μέτρου και ορθολογισμού θα χαθούν στη σκόνη μιας άγονης αντιπαράθεσης με όρους παρελθόντος, ενώ η συζήτηση πρέπει να γίνει για το μέλλον. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος της όποιας συζήτησης θα επικεντρωθεί στο μοντέλο διοίκησης. Η μηχανιστική μεταφορά μοντέλων από το εξωτερικό, όπου υπάρχει άλλη κουλτούρα και παράδοση, μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά αν δεν γίνουν οι κατάλληλες αλλαγές.
Προσωπικά πιστεύω ότι χρειάζεται ένα μοντέλο διοίκησης με Σύγκλητο, πρύτανη και συμβούλιο ιδρύματος, με σαφείς αρμοδιότητες και θεσμικά αντίβαρα. Η Σύγκλητος και ο πρύτανης έχουν την πλήρη ευθύνη των ακαδημαϊκών και οικονομικών θεμάτων και της καθημερινότητας. Βέβαια χρειάζεται και ένα πρυτανικό συμβούλιο καθώς και ένα στέλεχος υψηλών προσόντων σε ρόλο εκτελεστικού διευθυντή.
Προφανώς, ο πρύτανης θα εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία και θα πλαισιώνεται από αντιπρυτάνεις. Θα μπορεί η Σύγκλητος με ενισχυμένη πλειοψηφία 2/3 και σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου ιδρύματος, πάλι με ενισχυμένη πλειοψηφία 2/3, να παύει πρύτανη, αντιπρύτανη, κοσμήτορα και πρόεδρο. Δεν μπορεί ο πρύτανης, ο αντιπρύτανης, ο κοσμήτορας και ο πρόεδρος να μην είναι υπόλογοι σε κάποιο όργανο. Αυτό είναι στοιχειώδης λειτουργία ελέγχου και δημοκρατίας.
Η όποια παρέμβαση στη λειτουργία των φοιτητικών παρατάξεων δεν έχει νόημα όταν η συμμετοχή είναι τόσο μικρή και θα δώσει μόνο την ευκαιρία για εντάσεις. Από τις ανακοινώσεις του υπουργείου, αναμφίβολα, προκύπτουν μια σειρά από σημαντικές πρωτοβουλίες που τις χρειάζονται τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, αλλά, δυστυχώς, θα χαθούν και δεν θα συζητηθούν μέσα στην άγονη αντιπαράθεση που θα ανοίξει με έντονα στοιχεία λαϊκισμού και διχασμού. Το βασικό ερώτημα, όμως, θα παραμένει. Πόσα πανεπιστήμια χρειάζεται η χώρα για τα οποία μπορεί να εξασφαλίσει επαρκή χρηματοδότηση και σε πόσους φοιτητές έχει τη δυνατότητα να προσφέρει ποιοτικές σπουδές και φοιτητική μέριμνα, καθώς και τι παρεμβάσεις χρειάζεται να γίνουν ενδιάμεσα του λυκείου και του πανεπιστημίου. Οσο δεν δίνονται απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, το δημόσιο πανεπιστήμιο θα ταλαιπωρείται και το μέλλον του θα γίνεται ολοένα και πιο γκρίζο.
πηγή:kathimerini.gr