Μια τεράστια ανισορροπία στο ποιοι χρωστούν και ποιοι τελικά πληρώνουν αποτυπώνεται στην τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, μόλις το 0,25% των οφειλετών —περίπου 10.000 ΑΦΜ— συγκεντρώνει το 76,3% του συνολικού ληξιπρόθεσμου χρέους προς την εφορία.
Πρόκειται για επιχειρήσεις και πρόσωπα με οφειλές άνω του 1 εκατ. ευρώ ο καθένας, με τις Ανώνυμες Εταιρείες (ΑΕ) και τις Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες (ΙΚΕ) να βρίσκονται στην κορυφή.
Συνολικά, τον Ιούλιο του 2025 το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο έφτασε τα 111,82 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 4,56 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Από αυτά, τα 26,35 δισ. ευρώ έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτα είσπραξης, με το πραγματικό υπόλοιπο να περιορίζεται στα 85,4 δισ. ευρώ.
Στη «δεξαμενή» των εισπράξεων μπαίνουν μόλις 27,3 δισ. ευρώ, δηλαδή το κομμάτι του χρέους που μπορεί να αποδώσει έσοδα.
Σχεδόν το μισό πραγματικό χρέος αφορά τον ΦΠΑ, που φτάνει τα 24,9 δισ. ευρώ, ενώ ακολουθεί ο φόρος εισοδήματος με 41,7% και ο φόρος στην περιουσία με μόλις 5,3%.
Τα φυσικά πρόσωπα ευθύνονται για 42,7 δισ. ευρώ, δηλαδή το 38,2% του συνόλου, ενώ τα νομικά πρόσωπα συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο βάρος, με χρέη 69,1 δισ. ευρώ ή 61,8%.
Οι Ανώνυμες Εταιρείες έχουν οφειλές 39,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 93% πάνω από 1 εκατ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, οι ΙΚΕ εμφανίζουν τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση: +1,7 δισ. ευρώ σε οφειλές και +12.767 νέους οφειλέτες σε έναν χρόνο. Ακολουθούν οι ΕΠΕ με 13,4 δισ. ευρώ, ενώ οι ΟΕ έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό ΑΦΜ με οφειλές (πάνω από 200.000).
Παρά το μέγεθος του προβλήματος, μόλις το 3,87% του πραγματικού υπολοίπου βρίσκεται σε ρύθμιση, δηλαδh περίπου 3,3 δισ. ευρώ. Οι ρυθμίσεις αφορούν κυρίως μικρά ποσά μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ, ενώ όσο ανεβαίνει το ύψος της οφειλής τόσο περιορίζεται η διάθεση για διακανονισμό. Ενδεικτικό είναι ότι στις πολύ μεγάλες κατηγορίες, τα ποσοστά ρύθμισης παραμένουν μηδαμινά.