Η έλλειψη ύπνου και η νυχτερινή εργασία «ενοχοποιούνται» σε σημαντικό βαθμό για τον κίνδυνο εμφάνισης λοιμώξεων που ξεκινούν από απλό κρυολόγημα έως και βροχίτιδα ή πνευμονία μεταξύη άλλων καταγράφει νορβηγική έρευνα.
Ερευνητές που ανέλυσαν δεδομένα τα οποία συλλέχθηκαν το 2018 από 1.335 Νορβηγούς νοσηλευτές και νοσηλεύτριες και δημοσιεύθηκαν σε μελέτη στο περιοδικό «Chronobiology International», εξήγαγαν σημαντικά συμπεράσματα.
Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της μελέτης όπου το 90,4% των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες και η μέση ηλικία τους ήταν 41,9 ετών, εντοπίστηκε σαφής σχέση μεταξύ της έλλειψης ύπνου, της νυχτερινής εργασίας και του κινδύνου λοιμώξεων.
Συγκεκριμένα, οι νοσηλευτές με μέτρια έλλειψη ύπνου (1-120 λεπτά λιγότερο ύπνο από ό,τι χρειάζονταν) είχαν 33% υψηλότερο κίνδυνο κοινού κρυολογήματος, ενώ εκείνοι με σοβαρή έλλειψη ύπνου (περισσότερο από δύο ώρες) είχαν πάνω από τον διπλάσιο κίνδυνο σε σύγκριση με εκείνους χωρίς έλλειψη ύπνου.
Ο κίνδυνος πνευμονίας/βρογχίτιδας ήταν 129% υψηλότερος για τη μέτρια έλλειψη ύπνου και 288% για τη σοβαρή έλλειψη ύπνου.
Τόσο η ιγμορίτιδα όσο και οι γαστρεντερικές λοιμώξεις έδειξαν επίσης υψηλότερο κίνδυνο με την αύξηση των επιπέδων έλλειψης ύπνου.
Η ανάλυση αποκάλυψε επίσης ότι η νυχτερινή εργασία συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο κοινού κρυολογήματος, αλλά δεν συσχετίστηκε με καμία από τις άλλες εξεταζόμενες λοιμώξεις.
«Η έλλειψη ύπνου και οι ακανόνιστες βάρδιες, συμπεριλαμβανομένης της νυχτερινής εργασίας, όχι μόνο θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του ανοσοποιητικού συστήματος των νοσηλευτών, αλλά θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν την ικανότητά τους να παρέχουν υψηλής ποιότητας φροντίδα στους ασθενείς», σημειώνει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Σίρι Βέγκε, συντονίστρια στο Νορβηγικό Κέντρο Διαταραχών Ύπνου του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Haukeland στο Μπέργκεν.
Αυτά τα ευρήματα, επισημαίνουν οι ερευνητές, υποδηλώνουν ότι η εξασφάλιση επαρκούς ύπνου μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη λοιμώξεων, αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τον προσδιορισμό των σχέσεων αιτίου-αποτελέσματος.
Επιπλέον, εξηγούν ότι δεδομένου ότι η συλλογή δεδομένων πραγματοποιήθηκε την άνοιξη, εκτός της τυπικής περιόδου γρίπης, τα ποσοστά λοιμώξεων μπορεί να ήταν χαμηλότερα από ό,τι αν η έρευνα είχε διεξαχθεί το χειμώνα.
Τέλος, διευκρινίζουν ότι τα ευρήματα ενδέχεται να μην είναι γενικεύσιμα σε άνδρες, νεότερους νοσηλευτές και νοσηλεύτριες, άλλα επαγγέλματα ή άτομα με διαφορετικά προγράμματα εργασίας σε βάρδιες.