ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ Ν. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ: “Τα πάντα θα ‘δινα για να γίνω Δήμαρχος της Πάτρας που ονειρευόμαστε”

Facebook
Twitter
NIKOLOPOYLOS (1)

«…θα παράταγα: καρέκλες, αξιώματα, σπίτι, οικογένεια, παιδιά για να γίνω Δήμαρχος…», εξομολογείται, για πρώτη φορά τόσο εμφατικά, ο Νίκος Νικολόπουλος – Και δείτε τι απαντά σε ερωτήματα που πολλοί θέτουν, όπως…:  «δεν κουράστηκες ακόμη;» !

του Αχιλλέα Ροδίτη

«…Πάλι ο Νικολόπουλος; Δεν κουράστηκε ακόμα; Τι θέλει κι ασχολείται;». «Θέλει να γίνει Δήμαρχος περισσότερο απ’ ό,τι βουλευτής;». Αυτές είναι μερικές από τις ατάκες που ακούγονται όταν η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από τον αεικίνητο Νίκο Νικολόπουλο. Δεν χρειάζεται συστάσεις. Αντιθέτως. Αυτό που χρειαζόμασταν εμείς, ήταν οι απαντήσεις στα παραπάνω.

Και δεν αρνήθηκε να τις δώσει, μιλώντας ευθέως και εκ βαθέων, αλλά ζητώντας να τα πει σε μια απλή συνάντηση στο… καφενείο! «Εκεί θέλω να τα πούμε, απλά και χαλαρά, όπως κάνω πάντα», είπε. Μεταξύ «τυρού κι αχλαδιού» μπήκαν τα ερωτήματα που όλοι σκέφτονται αλλά ελάχιστα του τίθενται δημόσια. Και απάντησε με έναν ασυνήθιστο τρόπο. Σαν εξομολόγηση της δικής του, προσωπικής, αλήθειας… 

ΘΑ ΔΙΝΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΔΗΜΑΡΧΟΣ

NIKOLOPOYLOS (2)

Το μεγαλύτερο πολιτικό και προσωπικό του στοίχημα, όπως αποκαλύπτει, παραμένει η Πάτρα. Ερωτηθείς για τις φιλοδοξίες του εκφράζει με πάθος την επιθυμία του να αναλάβει τα ηνία του Δήμου, ασκώντας ταυτόχρονα δριμεία κριτική στη σημερινή δημοτική αρχή και τον Κώστα Πελετίδη.

«Μα πάρα πολύ, αν με άκουγε ο Θεός ήθελα να μου κάνει το χατίρι και αν ήθελε κι ο λαός, μα και τι δεν θα έδινα… τα πάντα θα παράταγα: καρέκλες, αξιώματα, σπίτι, οικογένεια, παιδιά για να γίνω Δήμαρχος της Πάτρας όπως την ονειρευόμαστε. Μια Πάτρα που θα αγκαλιάζει τους πάντες και θα ψάξει να ξαναβρεί τον προορισμό της. Να μην είναι η Πάτρα αυτή η βρώμικη και η γερασμένη, που ‘φύγαν τα παιδιά μας, που δεν έμεινε κανένας πίσω, που δεν έχει τίποτα να δείξει και να προσφέρει παρά μόνο ένα αξιοθέατο… Αχ και να ερχόσαντε εκείνοι οι κλέφτες του Λούβρου να μας κλέβαν αυτό το αξιοθέατο από το δικό μας το μουσείο, τον Κώστα Πελετίδη. Τον τελευταίο κομμουνιστή Δήμαρχο στην Ευρώπη και στον κόσμο».

«Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΣΗ»

Στο ερώτημα γιατί, μετά από μια τόσο μακρά και πολυτάραχη πορεία, δεν εγκαταλείπει την ενεργό πολιτική, η απάντησή του είναι κατηγορηματική και αποκαλύπτει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον δημόσιο βίο:

«Η πολιτική είναι για αφιερωμένους. Όταν πας στο μοναστήρι, δεν φεύγεις γιατί ξαφνικά μεγάλωσες. Όταν γίνεσαι παπάς, πετάς τα ράσα γιατί πήρες σύνταξη; Ούτε όταν γίνεσαι δεσπότης κάνεις κάτι τέτοιο. Λειτουργείς κάθε μέρα, και μάλιστα ακόμα πιο πολύ, με μεγαλύτερη πίστη, σωφροσύνη, εμπειρία. Αυτή είναι η κανονική πολιτική. Οι άλλοι έχουν επάγγελμα την πολιτική, ζουν από την πολιτική. Δεν θέλουν να πουν ‘όχι’. Το λένε σε εσένα, στο αυτί του δημοσιογράφου, και όταν του λες ‘γιατί δεν λες ΟΧΙ μέσα στη Βουλή;’, σου λέει: ‘μα, να χάσω τα προνόμια του βουλευτή;’». 

ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΙΣ, ΔΙΑΓΡΑΦΕΣ… ΣΥΝΕΠΕΙΑ

Ο κ. Νικολόπουλος αναφέρθηκε και στις δύο καθοριστικές στιγμές της πορείας του, οι οποίες, όπως υποστηρίζει, αποδεικνύουν τη συνέπειά του ανάμεσα σε λόγια και πράξεις. Η πρώτη, αφορά την περίφημη παραίτησή του από τη θέση του υφυπουργού Εργασίας μόλις μία ημέρα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Επειδή αρνήθηκε να συνεργαστεί με την Τρόικα. Η δεύτερη, την οποία ο ίδιος τονίζει με έμφαση, είναι η διαγραφή του από την κοινοβουλευτική ομάδα των ΑΝ.ΕΛ., στην πρώτη συνεδρίαση της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου.

«Τη μέρα που με διαγράφει ο Καμμένος με τον Τσίπρα, στην πρώτη συνεδρίαση της Βουλής, εγώ και ο Παναγούλης δεν ψηφίσαμε το τρίτο μνημόνιο. Δεν ψηφίσαμε να πεταχτεί ο κόσμος έξω από τα σπίτια του με τους δανειστές. Γιατί λέγαμε ‘κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη’. Και με διέγραψαν, εμένα και τον Παναγούλη. Την πρώτη μέρα, σε εκείνη την κοινοβουλευτική ομάδα. Το λέω, για να πω ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία η συνέπεια».

 «ΕΝΑ ΚΥΜΑ ΦΟΥΝΤΩΝΕΙ»

Αναλύοντας το τρέχον πολιτικό τοπίο, ο Νίκος Νικολόπουλος το περιγράφει ως ένα «καζάνι που βράζει». Θεωρεί πως η κοινωνία βιώνει έναν «υπαρξιακό θυμό», καθώς η κυβερνητική αισιοδοξία δεν μεταφράζεται στην καθημερινότητα των πολιτών. Το αποτέλεσμα, όπως λέει, είναι η κατάρρευση της εμπιστοσύνης σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.

«Είναι δυνατόν το 70,7% των πολιτών να κρίνει αρνητικά το έργο της κυβέρνησης; Δεν κρίνει όμως θετικά και την αντιπολίτευση. Δείξτε μου μια χώρα στον πλανήτη που η αξιωματική αντιπολίτευση είναι στο 10%, 11%, 12%. Πουθενά. Αυτό λοιπόν είναι ανομία πραγματική, ανομία δημοκρατική. Ο ελληνικός λαός δεν πιστεύει πια στο σημερινό πολιτικό σύστημα, αλλά ταυτόχρονα δεν βλέπει και καμιά πειστική εναλλακτική».

Αυτή η συνθήκη, εκτιμά, οδηγεί νομοτελειακά σε κάτι νέο. «Αυτό που έρχεται είναι ένα κύμα. Ένα κύμα που το βλέπετε, φουντώνει, θεριεύει. Και αυτό το κύμα, ανεξάρτητα αν θα λέγεται Καρυστιανού, αν θα λέγεται Ροδίτης, είναι απολύτως βέβαιο, μαζί με τις υποψηφιότητες Τσίπρα και Σαμαρά, ότι αλλάζουν παντελώς το πολιτικό σκηνικό».

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στην περίπτωση της Μαρίας Καρυστιανού, την οποία χαρακτηρίζει ως την «πιο απρόβλεπτη αλλά ταυτόχρονα και την πιο ελπιδοφόρα υποψηφιότητα».

«Έχουμε για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες μια γυναίκα που δεν είναι από τζάκι, που δεν έχει πολιτικό παρελθόν, που δεν έχει κομματικό μηχανισμό, και καταγράφει τέτοια κοινωνική δυναμική. Αυτό δεν είναι απλώς στατιστικό φαινόμενο, είναι μήνυμα. Η κοινωνία δεν ψάχνει πια μόνο για νέους ανθρώπους, ψάχνει για νέες απαντήσεις, για καθαρό λόγο, για ηθικό βηματισμό, για πρόσωπα που δεν είναι καμένα από εξουσιαστικές συναλλαγές. Πραγματικές λύσεις στα προβλήματα, αυτό είναι το ζητούμενο».

«ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ… ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΟΥ;»

Παράλληλα δεν παραλείπει να εκτοξεύσει τα βέλη του προς όποιον σπεύδει να επιχειρήσει τη «δολοφονία» του χαρακτήρα της λέγοντας: «Ας φωνάξει πρώτος όποιος θα ήθελε να γίνει… Καρυστιανού. Όποιος θα ‘θελε να ήταν στη θέση τη δική της. Να έχει χάσει το παιδί του και να αγωνίζεται. Εγώ έχω χάσει παιδί και τον ξέρω αυτόν τον πόνο. Οπότε εκείνο που περιμένει κανείς είναι απλά ένας σεβασμός σε αυτό το δράμα που βιώνει η κυρία Καρυστιανού και οι άλλοι γονείς. Γιατί είμαι σίγουρος, ότι κανείς μα κανείς δεν θα ήθελε να είναι στη θέση τους. Ούτε εκείνοι το ήθελαν. Να χάσουν τα παιδιά τους και να βγουν στο προσκήνιο».

ΑΧΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ / ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

0015

Μοιραστείτε το άρθρο :

Δείτε επίσης...

Eγγραφή στο Newsletter

Κύλιση στην κορυφή