Η πολυαναμενόμενη live-action εκδοχή της Ντίσνεϊ για τη διαχρονική Χιονάτη έκανε δυναμική είσοδο στο box office της Βόρειας Αμερικής, κατακτώντας την κορυφή, παρά το κύμα μεικτών και αρνητικών κριτικών που τη συνόδευσε.

Σύμφωνα με το Box Office Μojo, η ταινία απέφερε περίπου 87,3 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως στο ντεμπούτο της, με σχεδόν το ήμισυ των εσόδων να προέρχεται από τη Βόρεια Αμερική. Ωστόσο, το ποσό αυτό απέχει αρκετά από τις αρχικές προσδοκίες, δεδομένου ότι το κόστος παραγωγής της φέρεται να ξεπερνά τα 270 εκατομμύρια δολάρια.

Πριν καν βγει στις αίθουσες, η ταινία αποτέλεσε πεδίο έντονης συζήτησης και αντιπαράθεσης. Οι επιλογές του καστ προκάλεσαν αντιδράσεις, με τη Ρέιτσελ Ζέγκλερ, η οποία έχει κολομβιανή καταγωγή, να δέχεται επικρίσεις για τον ρόλο της Χιονάτης.

Ταυτόχρονα, τα πολιτικά σχόλια των πρωταγωνιστών προσέλκυσαν ακόμα περισσότερη προσοχή: η Ζέγκλερ είχε εκφραστεί υπέρ της Παλαιστίνης, ενώ η Γκαλ Γκαντότ, που υποδύεται τη Κακιά Βασίλισσα, έχει δηλώσει την υποστήριξή της στο Ισραήλ.

Ένα άλλο ζήτημα που συζητήθηκε έντονα ήταν η παρουσία των επτά νάνων, με τους κριτικούς να διχάζονται σχετικά με το αν έπρεπε να εμφανίζονται ως χαρακτήρες με ανθρώπινη υπόσταση ή ως ψηφιακά δημιουργημένες (CGI) μορφές.

ΧΙΟΝΑΤΗ (Snow White) – official trailer (μεταγλ)

Απογοητευτικές επιδόσεις στην Κίνα

Παρά την ισχυρή εκκίνηση στη Βόρεια Αμερική, η ταινία δεν κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού στην Κίνα. Σύμφωνα με το China Box Office, η Χιονάτη δεν μπήκε καν στο Top 5 του box office της χώρας και συγκέντρωσε λιγότερο από 1 εκατομμύριο δολάρια κατά το πρώτο τριήμερο προβολής της – ένα ιδιαίτερα χαμηλό ποσό για μια ταινία της Ντίσνεϊ σε μια αγορά με πληθυσμό άνω των 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων.

Η αντίδραση των κριτικών ήταν κάθε άλλο παρά ενθουσιώδης. Στον δημοφιλή ιστότοπο Rotten Tomatoes, η ταινία συγκέντρωσε μόλις 44% θετικές κριτικές, αν και το κοινό ήταν πιο επιεικές, με τη βαθμολογία να ανέρχεται στο 73%.

Παρά τις αντιπαραθέσεις και τις κριτικές, η Χιονάτη αποδεικνύει πως το brand name της Ντίσνεϊ εξακολουθεί να τραβά το κοινό στις αίθουσες – έστω κι αν το αποτέλεσμα δεν είναι αντάξιο των υψηλών προσδοκιών.