Αναξιοποίητη και εγκαταλελειμμένη στην ουσία. Αν και μοναδική τόσο επειδή είναι ο νοτιότερος ορεινός υγροβιότοπος των Βαλκανίων όσο και για τον μύθο που πλέκεται γύρω της, τον μύθο του ήρωα Ηρακλή και του άθλου των Στυμφαλίδων, η λίμνη της Στυμφαλίας παρακμάζει, μάλιστα πολλές φορές είναι αδύνατον περνώντας να καταλάβεις πως εκεί είναι λίμνη! Έναν απέραντο καλαμιώνα βλέπεις και κτήματα.
Τις πταίει;
Οι ευθύνες διαχρονικές και σε όλους! Ο χαρακτηρισμός της ως Natura φαντάζει ως κατάρα πια και όχι ως πλεονέκτημα αφού οι κατα καιρούς άρχοντες , από τον καποδιστριακό δήμο Στυμφαλίας έως τον Καλλικρατικό δήμο Σικυωνίων, με δικαιολογία το αυστηρό πλαίσιο του δικτύου, δεν προχωρούν σε καμία παρέμβαση. Ούτε ανάδειξης, ούτε αξιοποίησης, ούτε και προστασίας!

Οι φωτιές που κατα καιρούς εντυπωσιάζουν την επικαιρότητα, είναι αν μη τι άλλο μοναδικό να βλέπεις μια λίμνη να καίγεται, είναι ένας τρόπος για να μειώνονται να καλάμια. Όχι βέβαια επίσημος, όχι ο ορθός και βέβαια…χωρίς κανείς να γνωρίζει ποιός τις βάζει. Το γιατί είναι γνωστό! Για να μειωθεί η έκταση των καλαμιών τα οποία ουσιαστικά την ρουφούν. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος; Φυσικά και υπάρχει αλλά…ποιός ασχολείται τώρα;
Η απάντηση δυστυχώς είναι πως κανείς δεν ασχολείται. Λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, στον Φενεό, ορδές επισκεπτών στην τεχνητή λίμνη Δόξα. Εκεί κάποιοι φρόντισαν! Πρόσφατα μάλιστα η διαδρομή προς την Λίμνη Δόξα χαρακτηρίστηκε ως «ο ομορφότερος δρόμος στην Ελλάδα»). Εδώ, οι Στυμφάλιοι έχουν να θυμούνται μόνο υποσχέσεις και επι δημαρχείας Φώτη Σαρλά κάποια ξύλινα παγκάκια και ταμπέλες πέριξ της λίμνης, εν είδει μονοπατιών του Ηρακλή. Κατά τα άλλα…μην αγγίζετε!

Το Μουσείο Στυμφαλίας το οποίο δεσπόζει στο λόφο πάνω απο τη λίμνη, ας μην γελιέται κανείς, ποτέ δεν θα είχε δημιουργηθεί εάν δεν είχε καθοριστικά συμβάλει το ίδρυμα της Τράπεζας Πειραιώς.Το Μουσείο επιδιώκει να καταδείξει την αλληλεξάρτηση ανθρώπου και φύσης, εστιάζει στην αρμονική συνύπαρξή τους στη λεκάνη της Στυμφαλίας. Στόχος είναι η οικολογική ευαισθητοποίηση του κοινού και η διάσωση της γνώσης για την παραδοσιακή τεχνολογία της περιοχής. Το Μουσείο Περιβάλλοντος Στυμφαλίας οργανώνει εκπαιδευτικά προγράμματα με παιχνίδια και δραστηριότητες, για σχολεία και ομαδικές επισκέψεις, όπως το πρόγραμμα «Παιχνίδια μυστικά, στης λίμνης τα νερά» , το δε πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΕΣ σε συνεργασία με το Λαογραφικό Μουσείο της Κορίνθου έχει προσφέρει μοναδικές εμπειρίες σε όσους συμμετέχουν.

Η λίμνη έχει έκταση 3.5 τ.χλμ. Όπως προαναφέρθηκε είναι ενταγμένη ως προστατευόμενος βιότοπος στο δίκτυο Natura 2000 και στα νερά της συναντούμε το ψάρι Phoxinellus stymfalicious το οποίο είναι ενδημικό της λίμνης και έχει την ιδιότητα να επιβιώνει όταν αποξηραίνεται βυθιζόμενο στο παχύ στρώμα λάσπης που δημιουργείται. Αποτελεί σταθμό ξεκούρασης και αναπαραγωγής για πολλά είδη μεταναστευτικών πουλιών –μεταξύ τους και η σπάνια βαλτόπαπια.

Η λίμνη υδροδοτεί την πρωτεύουσα Κόρινθο (οι μειωμένες ποσότητες έχουν άρει αυτή την ενέργεια απο το Σεπτέμβριο), αρδεύει δεκάδες κτήματα, μονάδες εμφιάλωσης ύδατος λαμβάνουν νερό απο πηγές της περιοχής όμως, ουσιαστικά τα όσα έχουν γίνει στον τομέα της ορθής διαχείρισης είναι ελάχιστα κι αυτό είναι το πλέον επικίνδυνο σημείο σε όλα τα προαναφερθέντα. Η καταγραφή του προβλήματος είναι ένα στάδιο που έχει εξαντληθεί, η λίμνη χρειάζεται τολμηρές παρεμβάσεις ώστε να επιβιώσει τόσο η ίδια όσο και ολόκληρη η περιοχή.

Την αξία της, ως σήμερα, φαίνεται να αναγνωρίζουν μόνο αναγνωρισμένοι φωτογράφοι Έλληνες και ξένοι οι οποίοι την επιλέγουν για τις φωτογραφήσεις προιόντων, κυρίως ρούχων! Παλιότερα βέβαια έχουν πραγματοποιηθεί εδώ και γυρίσματα μουσικών βίντεο κλιπ αλλά και ταινιών, μάλιστα οι “Σφαίρες” του Νίκου Φώσκολου ,έχουν χαρακτηριστεί ως το πρώτο ελληνικό γουέστερν. εδράζουν μέρος της επιτυχίας του στα εξωτερικά γυρίσματα τα οποία έγιναν στη λίμνη Στυμφαλία , σε υψόμετρο 600 μέτρων ανάμεσα στα όρη Κυλλήνη και Ολίγυρτος.

Αθλητικά δρώμενα όπως το lakerun επιχειρούν να θέσουν τη λίμνη στο επίκεντρο ωστόσο είναι ενέργειες αποσπασματικές με πρόσκαιρο αποτέλεσμα, Θα υπάρξει, πολιτική γενναιότητα για την προστασία και ανάδειξή της; Είναι το τεράστιο ερώτημα που θέτουμε σήμερα.













