Ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι πέθανε σε ηλικία 84 ετών . Υπηρέτησε ως 46ος Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών από το 2001 έως το 2009 υπό τον πρόεδρο Τζορτζ Ο. Μπους.
Θεωρήθηκε ο αρχιτέκτονας πολλών αμφιλεγόμενων αποφάσεων της αμερικανικής κυβέρνησης μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 — από την εισβολή στο Ιράκ μέχρι την καθιέρωση του δόγματος της προληπτικής στρατιωτικής δράσης.
Γεννημένος στο Λίνκολν της Νεμπράσκα το 1941 και μεγαλωμένος στο Ουαϊόμινγκ, ο Τσέινι σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και ξεκίνησε την καριέρα του στον Λευκό Οίκο τη δεκαετία του 1970, ως προσωπάρχης του προέδρου Τζέραλντ Φορντ. Το 1978 εξελέγη στη Βουλή των Αντιπροσώπων εκπροσωπώντας το Ουαϊόμινγκ, θέση που διατήρησε για δέκα χρόνια.
Το 1989 διορίστηκε υπουργός Άμυνας από τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο, εποπτεύοντας δύο καθοριστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις: την «Just Cause» στον Παναμά και την «Desert Storm» στον Πόλεμο του Κόλπου, το 1991.
Μεταξύ 1995 και 2000 εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα ως διευθύνων σύμβουλος της Halliburton, ενός από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς κολοσσούς παγκοσμίως — θέση που αργότερα θα γινόταν αντικείμενο έντονων επικρίσεων για σύγκρουση συμφερόντων, καθώς η εταιρεία απέκτησε τεράστια συμβόλαια στο Ιράκ μετά την αμερικανική εισβολή.
Μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους, ο Τσέινι ανέλαβε τον κεντρικό ρόλο στη χάραξη της στρατηγικής των ΗΠΑ στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Εργάστηκε στενά με τον τότε υπουργό Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ και τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Κόντολιζα Ράις, προωθώντας πολιτικές που επανακαθόρισαν τα όρια της εκτελεστικής εξουσίας.
Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της εισβολής στο Ιράκ το 2003, βασισμένος σε ισχυρισμούς για την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής — ισχυρισμούς που αργότερα αποδείχθηκαν ψευδείς. Παρά τις αντιδράσεις, ο ίδιος υπερασπίστηκε τη στρατηγική του μέχρι το τέλος, δηλώνοντας πως «αν έπρεπε, θα το ξαναέκανε».
Η κληρονομιά του ωστόσο παραμένει αμφιλεγόμενη. Κατηγορήθηκε ότι ενθάρρυνε τις πρακτικές «ενισχυμένης ανάκρισης», δηλαδή βασανιστηρίων, ενέκρινε μυστικά προγράμματα παρακολουθήσεων της NSA, ενώ υποστήριζε τη
Η θητεία του ήταν αντικείμενο κριτικής για πολιτικές όπως η παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από την NSA και η έγκριση των προγραμμάτων “ενισχυμένης ανάκρισης” (βασανιστηρίων).











