Οι αγρότες βάλλονται για ακόμη μια φορά με προσχηματικές εξωτερικές απειλές και εισαγόμενα προβλήματα.
Ο αφορισμός της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, που αποτελεί ένα από εμβληματικότερα θεσμικά εργαλεία στην Ε.Ε. και παγκοσμίως, με πολυσχιδές κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο προστασίας και ανάπτυξης για ένα καλύτερο μέλλον στις επόμενες γενιές της Ευρώπης, δεν έχει ρεαλιστική βάση. Το αντίθετο μάλιστα, αξιοποιείται από την Κυβέρνηση ως ένα “ξενόφερτο” άλλοθι για να καλύψει αστοχίες της στην εφαρμογή και υλοποίηση αγροτικής πολιτικής με κοινωνικό αναπτυξιακό πρόσημο.
Το αφήγημα της Κυβέρνησης για τα Ευρωπαϊκής κλίμακας προβλήματα των αγροτών, λόγω της Πράσινης Συμφωνίας, κάθε άλλο παρά ανταποκρίνονται στον ρόλο μιας Κυβέρνησης που δεν αρκεί να διαπιστώνει, αλλά να ενεργεί προς όφελος των πολιτών.
Τα προβλήματα κάθε χώρας της ΕΕ μπορεί να φαίνεται ότι έχουν την ίδια ή παρόμοια πηγή, αλλά κύρια οφείλονται στις λεπτομέρειες εφαρμογής των πολιτικών από κάθε Κυβέρνηση. Οπότε το κλισέ “σε όλη την Ευρώπη τα ίδια συμβαίνουν” δεν έχει αξία στην αντιμετώπιση του προβλήματος και αποτελεί ακόμα ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα. Ακόμα κι αν ήταν έτσι, οφείλει η Κυβέρνηση να προλαμβάνει, να αναγνωρίζει τα αναμενόμενα προβλήματα και να δίνει οριζόντιες ή και εστιασμένες λύσεις.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική είναι ένα πλαίσιο δράσεων και χρηματοδοτικών εργαλείων που καλείται ο διαχειριστής, δηλαδή η Κυβέρνηση, να συντονίσει και να εφαρμόσει, με τον προσφορότερο τρόπο για τον αγρότη και την αγροτική παραγωγή της χώρας συνολικά. Υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να ρυθμιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και σημεία να αναθεωρηθούν στην ΚΑΠ, αλλά αυτό απέχει από την προσπάθεια απόδοσης όλων των δεινών στο “πρασίνισμα” της αγροτικής παραγωγής.
Δεν μπορεί να “ποινικοποιούμε” την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, επειδή η εφαρμογή μέρους της ΚΑΠ ή άλλων αξόνων και εργαλείων της, δεν απέδωσαν, συχνά λόγω μη συντονισμένων πολιτικών με άλλες προβλεπόμενες δράσεις και διαθέσιμες επιλογές, με ευθύνη της ΕΕ, αλλά πρωτίστως της Κυβέρνησης.
Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που η αλλαγή (βλ. Πράσινη Συμφωνία στην περίπτωσή μας), κατηγορείται για τη φύση της, που είναι η πρόοδος. Αλλά και ο στόχος αυτής της κατηγορίας είναι ιστορικά γνωστός και είναι η απόκρυψη της ανεπάρκειας, η μετάθεση ευθυνών ή χειρότερα η ανάσχεση της αλλαγής και της προόδου (για τους πολλούς).
Ίσως το αγροτικό κίνημα για άλλη μια φορά, δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα για ανατροπή σε όσους εδώ και πέντε και πλέον χρόνια, προσπαθούν να μας πείσουν ότι πρέπει να θεωρούμε κανονικότητα, την οικονομική και κοινωνική διολίσθηση, την απαξίωση των θεσμών και του κράτους και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων του μόχθου και της παραγωγής.
Τα θέματα του μακροπρόθεσμου Εθνικού Σχεδιασμού για τον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα, απαιτούν εθνικό διάλογο με θεσμικούς όρους και συμμετοχή των κομμάτων της Ελληνικής Βουλής, όπου όλοι θα αναμετρηθούν με την ιστορία τους.
Είναι επιτακτική ανάγκη, γιατί αφορά την αγροτική παραγωγή με μεθόδους έξυπνης γεωργίας και βιώσιμες λύσεις για το μέλλον των αγροτών μας και των πολιτών της Ελλάδας με τη νέα Κοινή Γεωργική Πολιτική και την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.
Η Κυβέρνηση ας αναλάβει την πρόσκληση και τη διασφάλιση των κανόνων διαλόγου, όχι στα ΜΜΕ, αλλά στο τραπέζι της συναίνεσης.