Ο Αντονι Μπλίνκεν και ο Σεργκέι Λαβρόφ είναι παλιοί γνώριμοι. Ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ μπήκε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και στη συνέχεια στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας επί εποχής Κλίντον, όταν ο Λαβρόφ ήταν πρεσβευτής της χώρας του στον ΟΗΕ.
Οι δύο άνδρες συναντήθηκαν αρκετές φορές επί προεδρίας Ομπάμα, όταν ο Μπλίνκεν ήταν νούμερο δύο στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών και ο Λαβρόφ ηγείτο του ρωσικού. Ευγενείς και μετρημένοι, λόγω αξιώματος και ιδιοσυγκρασίας, οι δύο ομόλογοι, πλέον, αξιωματούχοι συναντήθηκαν χθες στη Γενεύη με μια δύσκολη αποστολή: να ρίξουν τους συγκρουσιακούς τόνους μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων, όσο υπάρχει ακόμη καιρός, ενώ τα τύμπανα του πολέμου χτυπούν δυνατά στα σύνορα Ρωσίας και Ουκρανίας.
Προτάσεις, που υπερβαίνουν κατά πολύ την κρίση στις ρωσόφωνες περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας, καθώς αξιώνουν νομικά δεσμευτικές εγγυήσεις για μη περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και απόσυρση των δυνάμεων της Συμμαχίας στα προ του 1997 όριά της.
Η αμερικανική πλευρά έχει υποστηρίξει κατ’ επανάληψιν ότι οι ρωσικές προτάσεις δεν συνιστούν βάση για συμφωνία, χθες όμως ο Μπλίνκεν δήλωσε ότι ανάπτυξε στον Λαβρόφ «συγκεκριμένες ιδέες για την αντιμετώπιση ορισμένων εκ των ανησυχιών ασφαλείας της Ρωσίας».
Οι δύο άνδρες επιβεβαίωσαν ότι η Ουάσιγκτον θα δώσει γραπτή απάντηση στις ρωσικές προτάσεις την επόμενη εβδομάδα και δεν απέκλεισαν μια νέα διαβούλευση στο ανώτατο επίπεδο, μεταξύ των προέδρων Μπάιντεν και Πούτιν, στη συνέχεια. Εξέλιξη που μπορεί να κερδίζει κάποιο χρόνο, αφού η ώρα των κρίσιμων αποφάσεων για το ουκρανικό και την ευρωπαϊκή ασφάλεια φαίνεται να μετατίθεται κατά λίγες εβδομάδες.
Πάντως ο Μπλίνκεν δεν παρέλειψε να επιβεβαιώσει τις κόκκινες γραμμές των ΗΠΑ, προειδοποιώντας ότι «αν ο δρόμος της διπλωματίας αποδειχθεί αδιάβατος και η Ρωσία αποφασίσει να επιτεθεί στην Ουκρανία, τότε μια ενωμένη, γρήγορη και αυστηρή απάντηση (της Δύσης) θα είναι δεδομένη».
Διεθνείς αναλυτές εκτιμούσαν ότι η επίδειξη αποφασιστικότητας είχε στόχο, μεταξύ άλλων, να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την πρόσφατη γκάφα του Μπάιντεν, που έκανε διάκριση μεταξύ «ελάσσονος επίθεσης» και ανοιχτής εισβολής της Ρωσίας, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις του Κιέβου.
Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος προσπάθησε να ανασκευάσει την επίμαχη τοποθέτησή του, διευκρινίζοντας ότι «οποιαδήποτε παραβίαση των ουκρανικών συνόρων από μέρος των συγκεντρωμένων ρωσικών δυνάμεων θα αντιμετωπιστεί ως εισβολή». Από την πλευρά του, ο Σεργκέι Λαβρόφ διέψευσε και πάλι ότι η χώρα του σχεδιάζει εισβολή στην Ουκρανία.
Stinger οι Αμερικανοί και με S-400 οι Ρώσοι
Οι ΗΠΑ εξουσιοδότησαν σύμμαχες Δημοκρατίες της Βαλτικής να παραδώσουν στον ουκρανικό στρατό αντιαεροπορικούς πυραύλους Stinger ενόψει πιθανολογούμενης ρωσικής επιδρομής, σύμφωνα με τους New York Times. Το σχετικό ρεπορτάζ επισημαίνει ότι οι εν λόγω πύραυλοι δεν αλλάζουν θεαματικά τον συντριπτικά υπέρ της Ρωσίας συσχετισμό των δυνάμεων, πολύ περισσότερο που η όποια ρωσική επέμβαση, εάν τελικά υπάρξει, θα περιλάβει αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Ωστόσο η κίνηση αυτή έχει έντονα συμβολικό χαρακτήρα, καθώς η απόφαση των ΗΠΑ να παραδώσουν πυραύλους Stinger στους Αφγανούς μουτζαχεντίν –που μάχονταν τους Σοβιετικούς τη δεκαετία του 1980– έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου.
Από την πλευρά της, η Ρωσία στέλνει δύο συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων S-400 στη Λευκορωσία, ενόψει των προγραμματισμένων για τον Φεβρουάριο κοινών ασκήσεων με τη Ρωσία, όπως αναφέρει το πρακτορείο Interfax. Οι Αμερικανοί φοβούνται ότι οι ασκήσεις εντάσσονται στο πλαίσιο των προετοιμασιών του ρωσικού στρατού για ενδεχόμενη επέμβαση στη γειτονική Ουκρανία.
Παράλληλα, η κυβέρνηση του Κιέβου κατηγόρησε χθες τη Ρωσία ότι αύξησε τις παραδόσεις όπλων και στρατιωτικού υλικού στους αυτονομιστές της ανατολικής Ουκρανίας και ότι στρατολογεί εντατικά μισθοφόρους για να πολεμήσουν τον κυβερνητικό στρατό.
Στη Μόσχα, η εκπρόσωπος Τύπου του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα κατήγγειλε τη μεταφορά όπλων και στρατιωτικών συμβούλων Βρετανίας και Καναδά στην Ουκρανία, υποστηρίζοντας ότι «η Δύση ετοιμάζει προκλήσεις εντός ουκρανικής επικράτειας».
πηγή:kathimerini.gr











