ΑΘΩΟΣ κρίθηκε τελικά ο Δημήτρης Αλικάκος, που κάθισε στο εδώλιο, κατηγορούμενος για συκοφαντική δυσφήμηση διά του Τύπου κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, παράβαση απορρήτου ιδιωτικής συνομιλίας και παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων.
Οι συγκεκριμένες κατηγορίες του αποδόθηκαν έπειτα από μήνυση που κατέθεσαν σε βάρος του ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης Αρίσταρχος και ο Αγιοταφίτης Ισίδωρος.
Αφορμή για την κατάθεση της μήνυσης αποτέλεσαν μαρτυρίες τις οποίες ο δημοσιογράφος έχει συμπεριλάβει στο βιβλίο του «Λύτρωση – Περί του Αγίου Φωτός».
Ανάμεσά τους και μαρτυρίες σκευοφυλάκων του Πανάγιου Τάφου και Πατριαρχών, από τις οποίες προκύπτει πως η τελετή αφής του Αγίου Φωτός δεν συνιστά θαύμα, αλλά αποτελεί προϊόν ανθρώπινης επέμβασης.
Ιστορικό, από το 2022:
Η αλήθεια για το πώς ανάβει το Άγιο Φως και η δικαίωση Δ. Αλικάκου
Μια «δικαστική απόφαση-βόμβα για το Άγιο Φως» κάνει λόγο σε ανάρτησή του ο δημοσιογράφος Δημήτρης Αλικάκος, καθώς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι το επίμαχο βίντεο της ιστορικής συνέντευξης του Σκευοφύλακα και Ηγούμενου του Παναγίου Τάφου, Ισίδωρου, που αποκάλυψε τον τρόπο αφής του Αγίου Φωτός, «όχι μόνο δεν προσβάλλει τον ίδιο, αλλά πραγματοποιήθηκε με τη συναίνεση του!».
«Κατέρρευσε ο ισχυρισμός ότι έβαλα κρυφή κάμερα και κατέγραψα την ιστορική συνέντευξη, γι’ αυτό και έπρεπε να εξαφανιστεί το βίντεο», αναφέρει ο Δημήτρης Αλικάκος, στην οποία επισυνάπτει την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Όπως αναφέρει στην ανάρτησή του ο δημοσιογράφος «ο αγιοταφίτης προσέφυγε στη δικαιοσύνη κατά της “Google Ireland Ltd” με σκοπό η τελευταία να διαγράψει από την πλατφόρμα “Youtube”, το επίμαχο βίντεο που παρουσιάζει τον ίδιο να αποκαλύπτει την αλήθεια για το πώς ανάβει το Άγιο Φως. Στην αίτησή του ο Σκευοφύλακας υποστήριξε ότι αφενός το επίμαχο βίντεο ”προσβάλει την τιμή και την υπόληψή του” και αφετέρου δε, ”δημοσιοποιήθηκε χωρίς ουδέποτε να έχει δώσει τη συναίνεσή του”».
Με βάση τα παραπάνω, κατέθεσε ότι «οι αναρτήσεις στον ιστότοπο Youtube καθιστούν την προσβολή διαρκή και τα αποτελέσματά της παγκόσμια».
Ως εκ τούτου, ζητούσε να «παύσει η προβολή, αναπαραγωγή και διαμοιρασμός των επίμαχων βίντεο» και να «διαταχθεί η απαγόρευση εξακολούθησης της παράνομης προσβολής με την εκ νέου ανάρτηση, αναπαραγωγή και διαμοιρασμό των επίδικων δημοσιεύσεων και δημοσιεύσεων πανομοιότυπου χαρακτήρα στο μέλλον στον ιστότοπό της» (Youtube). Και τέλος, να καταδικαστεί η Google «σε χρηματική ποινή 50.000 ευρώ για κάθε παράβαση».
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι «ουδόλως πιθανολογείται ότι η λήψη του εν λόγω βίντεο έχει λάβει χώρα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παρουσιάζει τον αιτούντα ως άνθρωπο που δεν λαμβάνει υπόψιν του με την πρέπουσα σοβαρότητα το λειτούργημά του».
«Και κατά μείζονα λόγο, όμως, ουδόλως πιθανολογείται ότι ο εν λόγω δημοσιογράφος μαγνητοσκοπούσε τον αιτούντα χωρίς την συγκατάθεσή του».
«Αντιθέτως, από την απεύθυνση του τελευταίου προς την κάμερα και την ερώτησή του προς το δημοσιογράφο «να το πούμε στην κάμερα;» προκύπτει ότι ο τελευταίος γνώριζε ότι τον μαγνητοσκοπούσε, αντίθετα με όσα διατείνεται στην αίτησή του».
Ως εκ τούτου «δεν πιθανολογείται ο παράνομος χαρακτήρας αυτής δια της άνευ συναινέσεώς του μαγνητοσκόπησης».