Τα γερμανικά προσπέρασαν τα γαλλικά στη δημόσια εκπαίδευση. Πίσω από την άτυπη «μονομαχία» των δύο δημοφιλών γλωσσών αναδεικνύονται οι στρεβλώσεις της ελληνικής εκπαίδευσης, καθώς σε κάποιες περιοχές δεν υπάρχει εκπαιδευτικός για την ξένη γλώσσα που έχουν επιλέξει οι μαθητές.
Η αύξηση της επιλογής των γερμανικών αποδίδεται στο ότι ενισχύθηκαν οι εμπορικές σχέσεις της χώρας μας με τη Γερμανία, ενώ πολλοί έφηβοι επιλέγουν τα γερμανικά με την προοπτική να σπουδάσουν σε κάποιο πανεπιστήμιο της χώρας. Επίσης, η στροφή εξηγείται και από το ισχυρό, την τελευταία δεκαετία, κύμα μετανάστευσης πολλών Ελλήνων πτυχιούχων προς τη Γερμανία με στόχο την αναζήτηση δουλειάς.
Στην ελληνική εκπαίδευση η δεύτερη ξένη γλώσσα αρχίζει να διδάσκεται στην Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού δύο ώρες την εβδομάδα, το ίδιο και στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου και την Α΄ Λυκείου, ενώ περιορίζεται στη μία ώρα στη Β΄ Λυκείου. Οι μαθητές από τη Δ΄ Δημοτικού καλούνται να επιλέξουν μία εκ των γαλλικών και γερμανικών και τελικά στην Ε΄ τάξη διδάσκεται η επιλογή που θα πλειοψηφήσει.
Οι εκπαιδευτικοί των δύο ξένων γλωσσών για να συμπληρώσουν ωράριο αναγκάζονται να κάνουν μάθημα σε έως και πέντε σχολεία μιας εκπαιδευτικής διεύθυνσης.
Έτσι δεν αποκλείεται σε διευθύνσεις της περιφέρειας να κάνουν ταξίδια ανάμεσα σε σχολεία διαφορετικών πόλεων. Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί σε μικρές περιοχές και εξαιτίας της καθυστέρησης προσλήψεων, μετά τον Οκτώβριο να διδάσκεται η γλώσσα για την οποία υπάρχει εκπαιδευτικός και όχι απαραίτητα εκείνη που επέλεξαν οι μαθητές.