Η αδιανόητη δολοφονία που συγκλόνισε την Δυτική Ελλάδα και βύθισε στο πένθος μια ολόκληρη κοινωνία, επιστρέφει στο προσκήνιο – αυτή τη φορά στη δικαστική αίθουσα. Η υπόθεση του 31χρονου Μπάμπη Κούτσικου, που βρέθηκε άγρια δολοφονημένος στους βάλτους του Ευηνοχωρίου, ζωντανεύει και πάλι, φέρνοντας στο φως νέα δεδομένα αλλά και βαθιές πληγές.
Στο εδώλιο κάθεται ο 52χρονος κρεοπώλης, ο άνθρωπος που η Δικαιοσύνη θεωρεί ύποπτο για το ψυχρό εκτελεστικό χτύπημα με καραμπίνα – ένα φονικό όπλο, φορτωμένο με φυσίγγια για αγριογούρουνα, που έβαλε με φρικτό τρόπο τέλος στη ζωή του Μπάμπη. Ο κατηγορούμενος, από την πρώτη στιγμή, φωνάζει πως είναι αθώος. Πως δεν έχει καμία σχέση με την αποτρόπαιη πράξη που του προσάπτεται. Όμως τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα και η κοινωνία διψά για αλήθεια.
Η διαδικασία ξεκίνησε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αγρινίου – μετ’ εμποδίων. Η απουσία των δικηγόρων και από τις δύο πλευρές προκάλεσε καθυστέρηση και οδήγησε στη διακοπή της δίκης, παρατείνοντας ακόμη περισσότερο την αγωνία των συγγενών και φίλων του θύματος. Σήμερα αναμένεται η επιλογή των ενόρκων, ένα κρίσιμο βήμα προτού μπει το δικαστήριο στην ουσία αυτής της συνταρακτικής υπόθεσης.
Η υπεράσπιση του κατηγορούμενου επιμένει στον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας – όπως δήλωσε με σαφήνεια ο δικηγόρος Ιάκωβος Μπαλτάς:
«Ο εντολέας μου δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το έγκλημα. Από την αρχή το έχει δηλώσει ξεκάθαρα. Πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη και να περιμένουμε την τελική της κρίση». Μα η κοινωνία δεν ξεχνά. Ο Μπάμπης Κούτσικος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς στις 4 Ιανουαρίου 2024. Δεκαοκτώ ημέρες αργότερα, οι ελπίδες μετατράπηκαν σε εφιάλτη, όταν η σορός του εντοπίστηκε παρατημένη σε αυλάκι μέσα σε βαλτώδη περιοχή. Ο ιατροδικαστής ήταν σαφής: ο θάνατος του νεαρού άνδρα ήταν βασανιστικός, όχι ακαριαίος. Και αυτό από μόνο του, κόβει την ανάσα.
Μια μητέρα, μια οικογένεια, μια ολόκληρη πόλη ζητούν απαντήσεις. Ζητούν δικαίωση. Η Δικαιοσύνη οφείλει να φτάσει ως το τέλος, να φωτίσει τα σκοτεινά σημεία αυτής της τραγικής ιστορίας και – πάνω απ’ όλα – να αποδώσει ευθύνες εκεί όπου πραγματικά ανήκουν.