
Τo 1982 ο σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης προσπαθούσε απεγνωσμένα να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για μια νέα ταινία που είχε με πάθος οραματιστεί, σε σενάριο του ίδιου και της Σωτηρίας Λεονάρδου, η οποία, με αφορμή την πορεία μιας τραγουδίστριας του ρεμπέτικου – υπονοείται η Μαρίκα Νίνου -, κατέγραφε την Ελλάδα του μεσοπολέμου, τα ρεμπέτικα, τη ζωή των καλλιτεχνών, τη ζωή στα προσφυγικά. Υπήρχε ήδη μουσική που θα τήν επένδυε επειδή όμως δεν άρεσε στον παραγωγό της ταινίας Γιώργο Ζερβουλάκο, εκείνος αποφάσισε να απευθυνθεί στον Σταύρο Ξαρχάκο. Ο συνθέτης διάβασε το σενάριο και η απάντηση που έδωσε ήταν πως θα αναλάβει το μουσικό αυτό εγχείρημα μόνο αν ο Νίκος Γκάτσος δεχτεί να γράψει τους στίχους των τραγουδιών.
Κάπως έτσι γεννήθηκε το «Ρεμπέτικο» ένα από τα πλέον ιστορικά και ρηξικέλευθα έργα της ελληνικής δισκογραφίας, ένα μουσικό θαύμα που έχει τις ρίζες του στα ελληνικά μπλουζ, που δεν είναι άλλα από τα ρεμπέτικα τραγούδια, και περιλαμβάνει κομμάτια με αναμφισβήτητη διαχρονική αξία όπως τα «Μάνα μου Ελλάς», «Το πρακτορείο», «Το δίχτυ», «Καίγομαι – καίγομαι» κ.α. ερμηνευμένα από τη Σωτηρία Λεονάρδου και τον Νίκο Δημητράτο, τον Τάκης Μπίνης και τον Κώστα Τσίγκο και εκτελεσμένα από μια εξαιρετική ομάδα μουσικών.

Η δουλειά αυτή δεν προέκυψε μέσα από μια τυπική διαδικασία. Ήταν μια πραγματική «γέννα» με δυσκολίες και «οδύνες». Ο ίδιος ο Σταύρος Ξαρχάκος είχε διηγηθεί στο «Θέμα» και τη γράφουσα πέρσι το συγκλονιστικό χρονικό της ηχογράφησης του τραγουδιού «Μάνα μου Ελλάς»: « : «Αρχίσαμε στις 11 το πρωί. Ο Νίκος Δημητράτος συγκέντρωνε αυτά τα πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά: ήταν ψάλτης και πάρα πολύ καλός τραγουδιστής και ηθοποιός. Είχε όλα τα εχέγγυα για να βασιστεί κανείς πάνω του ότι θα μπορούσε να ερμηνεύσει έναν τέτοιο αμανέ.
Διότι ο αμανές είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση. Δεν μπορείς να τον διδάξεις. Το “αμάν” που βγαίνει μέσα από την ψυχή του ανθρώπου είναι κάτι τελείως προσωπικό, δικό του. Λέει κάτι για τον ίδιο. Διότι μιλάμε για το αμάν της ψυχής, της καρδιάς, αλλά και ενός ξεριζωμένου λαού στην περίπτωση αυτή, το αμάν ενός ανθρώπου που ξέρει τη ζωή και τον θάνατο. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να προκαλέσει μεγάλη συγκίνηση, να αγγίξει αυτόν που αφορά αυτό το αμάν, να τον πειράξει.
Αρχίσαμε λοιπόν στις 11. Αυτός ο αμανές είχε μια διάρκεια γύρω στα 5 λεπτά. Είχε φτάσει η ώρα 2 ή 3 και δεν είχα βρει ακόμα το “αμάνˮ που ήθελα. Μ’ έναν Δημητράτο ο οποίος προσπαθούσε, πραγματικά προσπαθούσε, αλλά δεν έβγαινε αυτό το αποτέλεσμα που ήθελα εγώ. Γύρω στις 5 θυμάμαι ότι πια δεν μπορεί να τραγουδήσει άλλο και μου λέει: “Σταύρο, δεν μπορώ άλλο. Δεν αντέχω άλλο, δεν το αντέχω αυτό το πράμαˮ. Του λέω: “Τι δεν αντέχεις;ˮ. “Δεν αντέχω τον αμανέ αυτόνˮ. “Γι’ αυτό πες τον, του λέω. Και πραγματικά -το λέω και ανατριχιάζω- αμέσως μετά είπε τον αμανέ! Την ώρα που τελείωσε, τον είδαμε να σωριάζεται στην καρέκλα του. Πονούσε φριχτά. Ηρθε το ΕΚΑΒ και τον πήρε με διάτρηση στομάχου…».
