
Με την πλειοψηφία των 156 βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας (πλην των Μαριέττας Γιαννάκου και Όλγας Κεφαλογιάννη οι οποίες καταψήφισαν) έγινε, πλέον, νόμος του κράτους το πολύκροτο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για την συνεπιμέλεια τέκνων μετά το διαζύγιο.
Του Αχιλλέα Ροδίτη
Αποτέλεσε αφορμή έντονης κομματικής αντιπαράθεσης, ακόμα και εσωτερικής διαφωνίας στο κυβερνών κόμμα.
Όμως, η ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης επιμένει πως πρόκειται για «γενναία» μεταρρύθμιση που «θα δικαιωθεί στην πράξη» και θα διασφαλίσει την από «κοινού και εξίσου» συμμετοχή των γονέων στην ανατροφή των παιδιών τους, χωρίς αποκλεισμούς. Πάντως, ο προβληματισμός παραμένει.
Έτσι, η «Πολιτεία» απευθύνθηκε σε δύο έγκριτους νομικούς της Πάτρας, τον κ. Θάνο Αμπατζή και τον κ. Τάκη Παπαδόπουλο.
Αμφότεροι έχουν χειριστεί υποθέσεις Οικογενειακού Δικαίου και προφανέστατα ανήκουν στους «ειδικούς» που μπορούν να εκφέρουν άποψη. Γι’ αυτό και παραθέτουμε αυτολεξεί την επιστημονική τους προσέγγιση.
Θάνος Αμπατζής: «Θα επιτείνει συγκρούσεις και διενέξεις ανάμεσα στους γονείς»
«Το σύνολο των άρθρων που απαρτίζουν τον Αστικό μας Κώδικα είναι δομημένο στη διαλεκτική σχέση μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών. Η μοναδική περίπτωση που τα «δικαιώματα» και οι «υποχρεώσεις» υποχωρούν μπροστά στα «συμφέροντα» είναι η παιδοκεντρική διάταξη του ΑΚ, που κάνει λόγο για το «συμφέρον του τέκνου».
Με το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε πρόσφατα, παρατηρείται μια μετατόπιση του κέντρου βάρους των ρυθμίσεων της παιδοκεντρικής μεταρρύθμισης του 1983, η οποία υποβαθμίζει και σχετικοποιεί την έννοια του συμφέροντος του παιδιού υπέρ των δικαιωμάτων των γονέων.
Αυτό, στην καλύτερη περίπτωση, αποτελεί έναν ιδεοληπτικό αναχρονισμό, ενώ στη χειρότερη δείγμα νομοθέτησης για την ικανοποίηση αιτημάτων συγκεκριμένων ομάδων πίεσης.
Κατά τη γνώμη μου, το συμφέρον του παιδιού δε μπορεί να κρίνεται a priori ότι εξυπηρετείται από την ισόχρονη ή «εξίσου», παραδείγματος χάριν, παρουσία των δύο γονέων ή την εναλλασσόμενη κατοικία. Κριτήριο θα πρέπει να είναι το συμφέρον του συγκεκριμένου παιδιού, στη συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζεται. Ο Έλληνας νομοθέτης αυτό το κατέλυσε, ρυθμίζοντας υποχρεωτικά και οριζόντια όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, χωρίς την εξατομικευμένη κρίση που απαιτούν οι υποθέσεις του οικογενειακού δικαίου.
Πολύ φοβάμαι ότι η -θεσπισμένη πλέονυποχρεωτικότητα της συνεπιμέλειας θα επιτείνει τις συγκρούσεις και τις δικαστικές διενέξεις των γονέων, αφού κύριος γνώμονας των ρυθμίσεων που ψηφίστηκαν είναι οι σχέσεις μεταξύ των γονέων και οι ατομικές επιδιώξεις τους και όχι το συμφέρον του παιδιού. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ο νομοθέτης, στην προσπάθειά του να λύσει μια σειρά από υπαρκτά προβλήματα δημιουργεί νέα, πιθανώς πολύ χειρότερα.
Τούτο διότι το παιδί πλέον θα αντιμετωπίζεται ως παθητικός αποδέκτης της άσκησης των γονεϊκών δικαιωμάτων και όχι ως φορέας δικαιωμάτων και αναγκών, που χρήζουν αυτοτελούς προστασίας και ικανοποίησης. Μια μεταρρύθμιση σε προοδευτική κατεύθυνση θα ήταν: α] η παράδοση μαθημάτων από ειδικούς παιδοψυχολόγους στην Εθνική Σχολή Δικαστών, έτσι ώστε σταδιακά να αλλάξει η δικαστική κουλτούρα και να αντιμετωπιστούν τα συντηρητικά αντανακλαστικά των Ελλήνων δικαστών που εξακολουθούν να θεωρούν τη μητέρα ως την κατεξοχήν κατάλληλη για την ανατροφή των παιδιών.
β] η θεσμοθέτηση εξειδικευμένων οικογενειακών δικαστηρίων, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η εξατομικευμένη εξέταση της κάθε περίπτωσης προς εξεύρεση της βέλτιστης λύσης για το συμφέρον του παιδιού.
γ] η νομοθετική πρόβλεψη για μια θεσμοθετημένη συνδρομή, προς τους δικαστικούς λειτουργούς, εξειδικευμένων επιστημόνων, παιδοψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών, παιδαγωγών κ.λπ. οι οποίοι θα ασχολούνται με κάθε περίπτωση που παραπέμπεται να κριθεί στη δικαιοσύνη και θα διατυπώνουν γνωμοδότηση, η οποία θα πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη και η οποία θα ορίζεται ότι θα γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή».
Τάκης Παπαδόπουλος: «Δικαίωμα κάθε παιδιού είναι να μεγαλώνει και με τους δυο γονείς»
«Ημεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου το 1983 ήταν σπουδαία και προοδευτική και έβαλε τέλος σε αναχρονιστικές πρακτικές των προηγούμενων δεκαετιών, όχι μόνο στις σχέσεις μεταξύ γονέων και τέκνων, αλλά και στις σχέσεις των συζύγων. Σήμερα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Έχει αλλάξει και ο ρόλος του πατέρα. Συνεπώς ήταν αναγκαία μία μεταρρύθμιση στο οικογενειακό δίκαιο. Ο αριθμός των γάμων που καταλήγει σε διαζύγιο, τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται σε μεγάλη άνοδο. Και ναι μεν είναι σαφώς ανεβασμένο το ποσοστό των γάμων που λύνονται με συναινετικό διαζύγιο, στις περιπτώσεις όμως που υπάρχουν τέκνα, εμφανίζονται στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική τα μεγαλύτερα προβλήματα.
Γιατί παρά το γεγονός ότι η νομική θεωρία και οι σύγχρονες παιδοψυχιατρικές απόψεις υπαγορεύουν πως οι γονείς, ιδίως μετά το στάδιο της νηπιακής ηλικίας του τέκνου θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα, κάτι τέτοιο δεν υιοθετείτο από το μεγαλύτερο μέρος της νομολογίας, με τα ποσοστά ανάθεσης της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων στην μητέρα να είναι ομολογουμένως συντριπτικά.
Επίσης, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, παρατηρείται μεγάλο ποσοστό παραβιάσεων των δικαστικών αποφάσεων που ρυθμίζουν την επικοινωνία των γονέων με τα τέκνα τους, με αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις να αποξενώνεται ουσιαστικά ο ένας γονιός από το παιδί, συνήθως ο πατέρας.
Πιστεύω ότι είναι δικαίωμα κάθε παιδιού, ακόμα και μετά τη λύση του γάμου των γονέων του, να μεγαλώνει και µε τους δύο γονείς και να επωφελείται από αυτή τη σχέση. Με βάση την ιδέα αυτή, η θέσπιση της «κοινής επιμέλειας» ήταν επιβεβλημένη. Ενός θεσμού που ισχύει σε πολλές χώρες της Δύσης μέσω αντίστοιχης νομοθεσίας και σε πέντε χώρες από αυτές είναι και υποχρεωτική από τον νόμο με εναλλασσόμενη κατοικία με ίσο χρόνο και με τους δυο γονείς.
Η ελληνική νομολογία μέχρι σήμερα ήταν επιφυλακτική να ορίσει κοινή επιμέλεια του τέκνου. Με το νέο νόμο, και παρά τις ασάφειες ορισμένων άρθρων του, θα έχει την δυνατότητα το δικαστήριο, με γνώμονα πάντα το καλώς εννοούμενο συμφέρον του παιδιού να αποφασίζει κατά περίπτωση διαφορετικά.
Η φιλοσοφία που διαπνέει τον ν. 4800/2021 είναι ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του, καθώς εδράζεται στην αρχή της μη διάκρισης μεταξύ των γονέων, καθιερώνοντας την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο. Κάθε νόμος βέβαια κρίνεται στην πράξη και πολύ περισσότερο στα Δικαστήρια. Οι ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί από πολλές πλευρές έχουν κάποια βάση.
Η δικαστηριακή πρακτική όμως έχει δείξει ότι όταν οι γονείς έχουν την ωριμότητα να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και να συνεννοηθούν στα βασικά προς όφελος των παιδιών τους, αυτό μπορούσαν να το πετύχουν και πριν την ψήφιση του νέου νόμου, υιοθετώντας πρακτικές «συνεπιμέλειας» ή ελεύθερης επικοινωνίας.
Φοβάμαι ότι οι γονείς που δεν έχουν την ικανότητα να παραμερίσουν τις διαφορές τους δεν θα μπορούν να το κάνουν, ούτε με την «υποχρέωση» του νέου νόμου».