Πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα και αντλίες θερμότητας επιστρατεύουν τα νοικοκυριά για τον υπολογισμό του κόστους θέρμανσης του φετινού χειμώνα, με τη ζυγαριά να γέρνει στα παραδοσιακά μέσα θέρμανσης που διαθέτουν λέβητες καυσίμου, χρίζοντας και φέτος φθηνότερο καύσιμο το φυσικό αέριο.
Την ώρα που οι πολεμικές ιαχές στη Μέση Ανατολή προκαλούν ανησυχία και έναν νέο γύρο αβεβαιότητας στις τιμές, συμπαρασύροντας όλα τα είδη θέρμανσης εφόσον κλιμακωθεί η ένταση του πολέμου, οι καταναλωτές έχουν ξεκινήσει να κάνουν τους δικούς τους υπολογισμούς για να επιλέξουν το καύσιμο με το μικρότερο δυνατό κόστος. Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα η τιμή του φυσικού αερίου προβλέπεται να είναι χαμηλότερη 13% σε σχέση με πέρσι, ενώ η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης θα κάνει πρεμιέρα μειωμένη περίπου κατά 14%. Το τελικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας εξαρτάται από τις διεθνείς εξελίξεις, αλλά και από τις επιδοτήσεις στις ηλεκτρικές συσκευές, καθώς η κυβέρνηση σκοπεύει και φέτος να στηρίξει τη θέρμανση μέσω του ηλεκτρισμού δίνοντας επιπλέον κίνητρα στα νοικοκυριά να αξιοποιήσουν λιγότερο ρυπογόνα καύσιμα.
Για τη φετινή σεζόν, το πετρέλαιο θέρμανσης διατίθεται στο 1,16 ευρώ ανά λίτρο από 1,35 τον Οκτώβριο του 2023. Κάνοντας την αναγωγή σε κιλοβατώρα, η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης διαμορφώνεται σε 0,11 ευρώ από 0,13 ανά κιλοβατώρα πέρσι (-14%). Σε ό,τι αφορά το φυσικό αέριο, η τιμή στην έναρξη της χειμερινής σεζόν είναι 0,07 ευρώ ανά κιλοβατώρα έναντι 0,08 ευρώ τον Οκτώβριο του ’23 (-13%). Σε υψηλότερα επίπεδα κινείται η τελική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία (συνυπολογίζοντας όλες τις ανταγωνιστικές και ρυθμιζόμενες χρεώσεις και τους φόρους) διαμορφώνεται σε 0,24 ευρώ ανά κιλοβατώρα από 0,23 ευρώ το αντίστοιχο περσινό διάστημα, σημειώνοντας αύξηση 4,1%.
Η επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης στο ρεύμα θα ακολουθήσει και φέτος τα χνάρια του περσινού επιδόματος, δηλαδή για τη χορήγησή του θα αξιοποιηθούν δεδομένα με βάση τους ταχυδρομικούς κώδικες, τους δήμους και τους οικισμούς της χώρας. Πρόκειται για τις λεγόμενες βαθμοημέρες που αποτελούν δείκτη για τη δριμύτητα του κλίματος μιας περιοχής και χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των φορτίων θέρμανσης ενός κτιρίου και της απαιτούμενης κατανάλωσης ενέργειας για τη θέρμανσή του. Την περσινή περίοδο το επίδομα θέρμανσης στο ρεύμα κυμάνθηκε από 45 έως 480 ευρώ για όλη την περίοδο εφαρμογής του, που ήταν από την 1 Ιανουαρίου έως την 31η Μαρτίου 2024.
Ερχονται οι αντλίες θερμότητας
Την ίδια στιγμή, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προετοιμάζει το έδαφος για τις επιδοτήσεις στις αντλίες θερμότητας που θεωρούνται μεν διεθνώς ένα καθαρό από πλευράς εκπομπών σύστημα ψύξης – θέρμανσης, αλλά εξακολουθούν να έχουν μεγάλο κόστος εγκατάστασης.
Ενεργειακοί σύμβουλοι αναφέρουν ότι με μία επιδότηση σε ποσοστό 50% ή ακόμη και 60% οι καταναλωτές απαλλάσσονται από το μεγάλο έξοδο κτήσης της αντλίας αποκομίζοντας μεγαλύτερα οφέλη σε επίπεδο ενεργειακής απόδοσης, αλλά και περιβαλλοντικού αποτυπώματος από τον εξηλεκτρισμό των συστημάτων και τον περιορισμό των ορυκτών καυσίμων. Τονίζουν όμως ότι δεν αποτελούν πανάκεια στα συστήματα θέρμανσης και εφιστούν την προσοχή σε κάποια σημαντικά κριτήρια.
Το ΥΠΕΝ εκπονεί το τελευταίο διάστημα ένα αυτόνομο πρόγραμμα «Εξοικονομώ» για αντλίες θερμότητας που αναμένεται να προκηρύξει άμεσα και θα απευθύνεται σε όλους τους καταναλωτές. Θα επιδοτεί το κόστος αγοράς και εγκατάστασης αντλίας θερμότητας με 50% έως και 60% και κλιμακωτά, εισάγοντας κριτήρια βαθμοημερών αντίστοιχα με αυτά που ισχύουν στα επιδόματα θέρμανσης. Ο εθνικός στόχος (ΕΣΕΚ) για τη διείσδυση των αντλιών θερμότητας είναι από το 7% σήμερα στο 17% έως το 2030 και στο 91% έως το 2050.