Λίγα μέτρα από την ακτογραμμή της Ανατολικής Κρήτης, απέναντι από το σημερινό χωριό Μόχλος στο Λασίθι, βρίσκεται ένα μικρό νησί που μοιάζει να επιπλέει πάνω στα ήρεμα νερά του Κρητικού πελάγους. Είναι τόσο κοντά στη στεριά που μοιάζει να μπορεί κανείς να το προσεγγίσει κολυμπώντας. Κι όμως, αυτό το μικροσκοπικό νησί κρύβει έναν από τους πιο ανατρεπτικούς αρχαιολογικούς θησαυρούς του Αιγαίου.
Σήμερα, το νησάκι φαίνεται αποκομμένο, αλλά στην αρχαιότητα ήταν ενωμένο με τη στεριά, σχηματίζοντας μια φυσική χερσόνησο με δύο μικρά λιμάνια — ένα στραμμένο στο βορρά, το άλλο στο νότο, προστατεύοντας τους κατοίκους από κάθε άνεμο. Εκεί, μέσα σε αυτό το γαλήνιο τοπίο, ήρθαν στο φως τάφοι που έμοιαζαν περισσότερο με σπίτια παρά με μνημεία θανάτου.
Ήταν το 1908 όταν ο Αμερικανός αρχαιολόγος Ρίτσαρντ Σίερ (Richard Seager) ξεκίνησε ανασκαφές στη νησίδα. Και αυτό που βρήκε τον άφησε άφωνο: επιτάφιες κατασκευές με τοίχους, πόρτες και δωμάτια, σαν κανονικές κατοικίες. Μέσα τους, εντυπωσιακά ευρήματα — χρυσά διαδήματα, κοσμήματα μοναδικής τέχνης, ακόμη κι ένας ασημένιος κύλινδρος πιθανώς από τη Μεσοποταμία, ενδεχομένως από την εποχή του Σαργών των Ακκάδ (24ος αιώνας π.Χ.).
Ανάμεσά τους, ξεχώρισε ένα μυστηριώδες χρυσό δαχτυλίδι: πάνω του, μια θεότητα απεικονίζεται γυμνή, καθισμένη σε πλοίο με κεφαλή αλόγου και ουρά ψαριού. Ένα ονειρικό σκάφος που αποπλέει από ένα μικρό κτίσμα στην ακτή, ενώ η θεά σηκώνει τα χέρια σαν να αποχαιρετά. Η σκηνή έχει σχεδόν μεταφυσικό χαρακτήρα — είναι μύηση, είναι τελετή αποχαιρετισμού, είναι ταξίδι ψυχής; Ό,τι κι αν συμβολίζει, μαρτυρά φαντασία ασύλληπτη για την εποχή και τέχνη σχεδόν αδιανόητη.
Οι αποκαλύψεις δεν σταμάτησαν εκεί. Νέες ανασκαφές, το 1971 και το 1986, έφεραν στο φως ακόμα περισσότερους ασύλητους τάφους: κάποιοι λαξευμένοι στο βράχο, άλλοι με μεγάλους ταφικούς πίθους, όλοι πλούσιοι σε κτερίσματα. Ανάμεσά τους, μια πρωτομινωική ασημένια πυξίδα που έκρυβε στο εσωτερικό της χρυσό διάδημα με χαραγμένα ζώα σε στιγμωτό μοτίβο. Δεν ήταν απλώς κοσμήματα. Ήταν σύμβολα ισχύος, ίσως και τελετουργικά αντικείμενα.
Ο Μόχλος υπήρξε οικισμός, εργαστήριο, λιμάνι, χώρος ταφής. Οι κάτοικοι δούλευαν με μάρμαρο, στεατίτη, αλάβαστρο, ασβεστόλιθο. Κατασκεύαζαν αγγεία με τέτοια ακρίβεια, ώστε ορισμένα μοιάζουν να έχουν κοπεί με σύγχρονα εργαλεία – σαν να μην έγιναν από ανθρώπινο χέρι.
Ακόμα και η ιστορική συνέχεια του τόπου είναι αξιοσημείωτη: στα βόρεια του νησιού εντοπίστηκαν ρωμαϊκά κατάλοιπα, ενώ η παρουσία συνεχίζεται ως τα Βυζαντινά χρόνια. Στην απέναντι στεριά, οι ιχθυοδεξαμενές και τα κατάλοιπα καθημερινής ζωής δηλώνουν πως ο Μόχλος δεν ήταν ποτέ έρημος.
Ήταν κόμβος. Ήταν λιμάνι. Ήταν τόπος τελετουργιών και εξουσίας. Και σήμερα, παραμένει ένα από τα πιο μαγνητικά σημεία της αρχαίας Κρήτης. Γιατί σε ελάχιστα σημεία του κόσμου οι τάφοι μοιάζουν τόσο πολύ με σπίτια – και τα κοσμήματα με σύμβολα δύναμης, φτιαγμένα για κάτι πολύ πέρα από τη ματαιοδοξία.