Η πανδημία ανάγκασε ακόμα και τους κατ’ επιλογήν πλάνητες, όπως εγώ, να ριζώσουμε. Δυσκόλεψε τις μετακινήσεις και περιόρισε πολύ τους προορισμούς που φαντάζουν «ασφαλείς». Θέλοντας να απομακρυνθώ λίγο από την Αθήνα, δεν σκέφτηκα τίποτα ελκυστικότερο από μια παλιά γνώριμη. Ηλιόλουστη, κουκλίστικη και απόλυτα ηρεμιστική, η Λισαβόνα ήταν για χρόνια αγαπημένη μου απόδραση. Με τράβηξαν όμως μέρη πιο μακρινά και έκανα δέκα χρόνια να επιστρέψω. Στο μεταξύ, η οικονομική κρίση σάρωσε την Πορτογαλία και, εκεί που τα πράγματα καλυτέρευαν, όρμησε η πανδημία. Πράγματα οδυνηρά οικεία και σε εμάς.
Θα έβρισκα τη Λισαβόνα που γνώριζα; Εδώ και χρόνια διάβαζα πως τα παλιομοδίτικα μικρομάγαζα, που της δίνουν το ιδιαίτερο χρώμα της, κλείνουν, οι τιμές των ακινήτων γίνονται απαγορευτικές, οι νέοι μεταναστεύουν και οι κάτοικοι του κέντρου διώκονται από το Airbnb και τη «χρυσή βίζα». Συνειδητοποίησα πως, ενώ γνωρίζω καλά την πόλη και τη γλώσσα, ξέρω ελάχιστα για τους Πορτογάλους και την καθημερινότητά τους. Και ντράπηκα. Αυτή τη φορά θα εστίαζα περισσότερο στο έθνος που, αφού εξαπλώθηκε σε τέσσερις ηπείρους, ζει σήμερα διακριτικά και αθόρυβα στη δυτική εσχατιά της Ευρώπης.
H πόλη των πανοραμάτων
Κτισμένη στη λιμνοθάλασσα που σχηματίζει ο Τάγος αμέσως πριν εκβάλει στον Ατλαντικό, ξαπλωμένη στους λόφους της, η Λισαβόνα έχει πολύτιμο σύμμαχο τη γεωγραφία. Οι σειρές των σπιτιών της στις λοφοπλαγιές μοιάζουν με κερκίδες απέραντου θεάτρου. Το θέαμα είναι το νερό, ο ορίζοντας, οι λόφοι και τα σπίτια της πόλης, οι ανατολές και οι δύσεις. Πλην της μικρής λωρίδας της Baixa (Μπάsha, Κάτω Πόλη), κτισμένης σε επίπεδο έδαφος, όλες οι άλλες συνοικίες του κέντρου σκαρφαλώνουν τους λόφους.
Θα σκαρφαλώσετε μοιραία και εσείς και θα λαχανιάσετε στον ανήφορο, εντυπωσιασμένοι με τα παλιά πλακόστρωτα που ποτέ δεν γλιστρούν. Θα σαστίσετε με τα μικροσκοπικά, παμπάλαια τραμ που, αψηφώντας την κλίση, ανεβοκατεβαίνουν σαν δαιμονισμένα. Ο δρόμος θα σας βγάλει σε κάποιο από τα διάσπαρτα miradouros (παρατηρητήρια) –πλατείες, εξέδρες, παρκάκια, ταράτσες–, όπου οι Λιζμποέτας πίνουν τον καφέ ή το κρασί τους ρεμβάζοντας. Και δεν θα θέλετε να φύγετε.
Σε όλη την Ευρώπη, μόνο η Βενετία και η Πόλη παραβγαίνουν τη Λισαβόνα στα πανοράματα. Αν στην Πόλη είναι εντυπωσιακότερο το φυσικό τοπίο, εδώ είναι ασύγκριτα ωραιότερο το αστικό. Τους λόφους σκεπάζει ομοιόμορφα ένα δίχτυ από κεραμοσκεπές, που το διαπερνούν, εδώ κι εκεί, τρούλοι και καμπαναριά. Απλότητα και αρμονία.
Το να καθίσεις σε miradouro είναι ο πιο εύκολος, γρήγορος και ανέξοδος τρόπος να διώξεις, για λίγο, τις σκοτούρες σου. Η ομορφιά του ορίζοντα είναι θεραπευτική: η γαλήνη που σε κυριεύει μετατρέπεται σιγά σιγά σε ευτυχία μεθυστική, όσο τον ατενίζεις. Βοηθά και το κλίμα. Δεν είχα ξανάρθει χειμώνα και βρέθηκα σε μια ατέρμονη «αλκυονίδα», με ήλιο λαμπρό και θερμοκρασία μεταξύ 12 και 17 βαθμών. Τόπος ευλογημένος.
Η σκιά της Αυτοκρατορίας και το πολυφυλετικό έθνος
Στενή φέτα γης στριμωγμένη στην άκρη της Ευρώπης, ολόκληρη η Πορτογαλία έχει το βλέμμα στραμμένο στον Ατλαντικό. Στη Λισαβόνα δεν τον βλέπεις· τον υπονοεί η λιμνοθάλασσα που καταλήγει σε αυτόν. Δαμάζοντας τα κύματα, οι κάτοικοι της μικρής χώρας έκτισαν την πρώτη υπερπόντια αυτοκρατορία.
Οι θαλασσοπόροι και οι Ανακαλύψεις βρίσκονται ακόμη στο κέντρο της πορτογαλικής μνήμης και ταυτότητας. Εθνικό σύμβολο της χώρας είναι ο αστρολάβος, όργανο απαραίτητο των εξερευνητών· πλαισιώνει το εθνόσημο στη σημαία και στα δημόσια κτίρια. Οι θαλασσοπόροι τής έδωσαν και το εθνικό έδεσμα, τον βακαλάο. «Πλέοντας για μήνες χωρίς εφοδιασμό, χρειάζονταν προμήθειες σε παστά», λέει η Σέλια, δημοσιογράφος και ξεναγός με ειδίκευση στη γαστρονομία. «Ο βακαλάος, άγνωστος στα πορτογαλικά νερά, προτιμήθηκε γιατί έχει λίγο λίπος και παστώνεται εύκολα». Το εισαγόμενο αλίπαστο συνεπήρε το έθνος.
Τον 16ο αιώνα, η Λισαβόνα ήταν το μεγαλύτερο εμπορείο της Ευρώπης. Εδώ κατέληγαν τα μπαχαρικά των Ινδιών για να διοχετευθούν στις ευρωπαϊκές αγορές· από εδώ έφευγαν έμποροι για τις πορτογαλικές κτήσεις στην Ασία και στην Αφρική και έποικοι για τη Βραζιλία. Το 1755, την πόλη ξεπάτωσε ένας από τους σφοδρότερους σεισμούς της ιστορίας. Τον ακολούθησε τσουνάμι και πυρκαγιές. Περίοπτα στο κέντρο, τα ερείπια της εκκλησίας των Καρμελιτών (Convento do Carmo) μνημονεύουν τη συμφορά: γοτθικές καμάρες διαγράφονται με φόντο το γαλάζιο του ουρανού.
Ελάχιστα τα ίχνη της εποχής των Ανακαλύψεων. Τα χαρακτηριστικότερα βρίσκονται στο όμορφο προάστιο της Belém (Mπελέιν), κοντά στο στόμιο του Τάγου. Η Μονή των Ιερωνυμιτών (Mosteiro dos Jerónimos – Moυστέιρου ντους Ζερόνιμους) οικοδομήθηκε με τα κέρδη του εμπορίου μπαχαρικών στον φλύαρο γοτθικό ρυθμό του πορτογαλικού 15ου αιώνα. Εδώ κείνται ο Βάσκου ντα Γκάμα, ο πρώτος θαλασσοπόρος που έφτασε στην Ινδία, και ο Λουίς ντε Καμόις (Camões), ο εθνικός ποιητής των Πορτογάλων. Συμμετείχε στις αποστολές των θαλασσοπόρων και στο έπος «Λουσιάδες αφηγείται τα κατορθώματά τους. Ο πύργος στην εδώ παραλία, από τον οποίο απέπλεαν και όπου τους υποδέχονταν όταν επέστρεφαν, αποτελεί σύμβολο της πόλης.
Οι αποικίες ήταν ουσιαστικά εμπορικοί σταθμοί. Μονάχα η Βραζιλία εποικίστηκε συστηματικά, έγινε μια αχανής «Νέα Πορτογαλία» γεμάτη πλούτη. Η ανεξαρτησία της μετά το 1822 ήταν η μεγαλύτερη συμφορά μετά τον σεισμό: η Πορτογαλία απώλεσε τα τέσσερα πέμπτα έκτασης και το μισό και πλέον του πληθυσμού και του πλούτου της. Ξέπεσε και κλείστηκε στον εαυτό της, ξεχάστηκε από την υπόλοιπη Ευρώπη. Στις φτωχογειτονιές της πρωτεύουσας ξεπήδησε τότε το φάντου. Υμνεί τη νοσταλγία, την προσωπική –του ερωτευμένου, του ξενιτεμένου– αλλά και τη συλλογική, για τα περασμένα μεγαλεία.
Οι αφρικανικές και ασιατικές «υπερπόντιες επαρχίες» κρατήθηκαν, με νύχια και με δόντια, ως τη μεταπολίτευση του 1974. Με την ανεξαρτησία τους ένα εκατομμύριο Πορτογάλοι πρόσφυγες ξεβράστηκαν σε μια «μητρόπολη» που πολλοί δεν είχαν ξαναδεί. Αρκετοί ήταν μιγάδες, Αφρικανοί, Ασιάτες. «Οι (λευκοί) παππούδες μου γεννήθηκαν στη Λουάντα. Πρωταντίκρισαν τη “μητέρα πατρίδα” όταν έφτασαν με μια βαλίτσα», λέει ο εικοσιπεντάχρονος Αντόνιο, υψίφωνος. «Οι ντόπιοι τούς κοιτούσαν με μισό μάτι». Μνήμες πολύ πρόσφατες και οδυνηρές. Ο Κάρλους, από λευκό πατέρα και Αφρικανή μητέρα, έζησε στη Μοζαμβίκη ως τα δεκάξι. Όποτε πάει να μιλήσει γι’ αυτό, κλαίει και σταματά.
Στη Λισαβόνα ζουν σήμερα συμπαγείς πληθυσμοί από τη Βραζιλία, τις άλλοτε αφρικανικές αποικίες, την Γκόα. Έφεραν καθένας την κουζίνα και τη μουσική του. Η αντίληψη πως Πορτογάλοι είναι «όλα τα παιδιά της Αυτοκρατορίας», έθνος πολυφυλετικό, έχει ριζώσει. Παρατήρησα τα παιδάκια από τα νηπιαγωγεία, που οι δασκάλες βγάζουν βόλτα στα πάρκα. Κάτω από ομοιόμορφα κόκκινα καπέλα, μουτράκια και μαλλιά σε ένα ουράνιο τόξο χρωμάτων. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Αντόνιου Κόστα, είναι τέκνο λευκής Πορτογαλίδας και Ινδού από την Γκόα, γεννημένου στη Μοζαμβίκη…
Απλότητα και σουρεαλισμός
Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πως η Λισαβόνα υπήρξε αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Τα πάντα σεμνά, σε μικρή κλίμακα, θυμίζουν την «ταπεινή ύπαρξη» (“uma existência singela”) στο τραγούδι εκείνης που όλοι εδώ αναφέρουν απλά ως «Αμάλια» (Ροντρίγκες). Πόσο συγκινητικά χαριτωμένη μπορεί να είναι η απλότητα! Το μόνο εξεζητημένο είναι τα εσωτερικά των μπαρόκ εκκλησιών, με τον επίχρυσο ξυλόγλυπτο διάκοσμο. Πίσω από την ταπεινή και χαριτωμένη συνήθως πρόσοψη παραφυλά ένα χρυσωμένο πλήθος από αγγελάκια, αρνάκια, κοχυλάκια, ψαράκια, γύρω από μια Παναγία που φορά όχι την Άρτα και τα Γιάννενα, αλλά την Ινδία ολόκληρη.
Για πρωτεύουσα μιας χώρας θαλασσοπόρων, που την κατοικούν τόσες φυλές, η Λισαβόνα είναι εσωστρεφής. Οι γειτονιές του κέντρου, καθεμιά στην πλαγιά της, είναι χωριστοί μικρόκοσμοι, σαν χωριά. Οι κάτοικοι γνωρίζονται μεταξύ τους, συναντιούνται στην ταβέρνα, στο φαρμακείο, στο ζαχαροπλαστείο. Οι γιαγιάδες ανταλλάσσουν φωναχτά τα νέα τους από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Υπάρχει ακόμη η συνήθεια να αφήνεις τα κλειδιά στον μπακάλη όταν λείπεις, «για ό,τι χρειαστεί».
Η Λισαβόνα είναι πρωτίστως ένα τοπίο και μια αισθητική. Απότομες κατηφόρες, με μια φέτα του Τάγου να γυαλίζει στον ορίζοντα. Καλντερίμια –οι περίφημες καλσάντας– με λευκές και μαύρες πλάκες που διαγράφουν σχέδια. Οι απέριττοι κύβοι των σπιτιών με κεραμοσκεπές και κουφώματα σε στιβαρά πέτρινα πλαίσια, χωρίς παντζούρια. Προσόψεις ντυμένες με αζουλέιζους – πλακάκια που λαμπυρίζουν στον ήλιο και αποτελούν τo πιο εμβληματικό στοιχείο της πορτογαλικής αρχιτεκτονικής, λαϊκής και μνημειακής. Μπαλκόνια στενότατα που τα χαίρονται οι μπουγάδες: για να καθίσεις, θα έπρεπε να είσαι χαλκομανία κι εσύ και η καρέκλα σου. Το απαραίτητο σε κάθε πλατεία και μιραντόουρο κιόσκι με τραπεζάκια. Τα παλιά τραμ, ένα βαγόνι όλο κι όλο. Όλα αυτά οι Πορτογάλοι τα μεταφύτευσαν, ιδίως στη Βραζιλία. Οι πόλεις της αποικιοκρατίας απλώνονται σε απότομες πλαγιές, γεμάτες μιραντόουρος (Σαλβαντόρ, Ολίντα), κτίρια ντυμένα με αζουλέιζους (Σάου Λουίς), μπαρόκ εκκλησίες και πλακόστρωτες πλατείες (Ρεσίφι, Όουρου Πρέτου).
Η συναρπαστικότερη πλευρά της Λισαβόνας είναι τα μικρομάγαζα, απ’ όπου ο χρόνος ξέχασε να περάσει. Τα πιο cult είναι εκείνα που πωλούν γυναικεία εσώρουχα. Μη φανταστείτε σέξι και μοντέρνα. Στις κεντρικότερες πλατείες και σε εμπορικούς δρόμους αναρτώνται σε βιτρίνες, σαν τρόπαια, κορσέδες και λαστέξ που φορούν οι γιαγιάδες (είναι εξίσου περίοπτα στις απλωμένες μπουγάδες). Στο Σιάντου, μεσόκοπες κυρίες σε ένα μαγαζί που ιδρύθηκε το 1789 πωλούν μονάχα κερί μέλισσας. Τα περισσότερα φαρμακεία είναι γεμάτα παλιές ξύλινες προθήκες. Πολλά παντοπωλεία χρησιμοποιούν ακόμη τη σέσουλα. Στα αμέτρητα συνοικιακά φαγάδικα με τα καρό τραπεζομάντιλα σερβίρουν χύμα κρασί και σπιτικό φαγητό, με πολλή ζεστασιά και χωρίς επιτήδευση. Η Λισαβόνα είναι ηθελημένα παλιομοδίτικη.
Για το ταμπεραμέντο των Πορτογάλων, ποτισμένο στη νοσταλγία και με ροπή στη μελαγχολία, θα έχετε ακούσει. Παρότι Λατίνοι, δεν είναι μεσογειακοί. Αυτό που ενδεχομένως αγνοείτε είναι πως η Λισαβόνα έχει μια πλευρά βαθιά σουρεαλιστική. Σε πολλά μπαλκονάκια από τις γλάστρες δεν ξεπηδούν φυτά αλλά μέλη από τεμαχισμένες κούκλες – κεφάλια, χέρια, πόδια. Πολλές φορές πέτυχα, ιδίως στα στενά της Αλφάμα, γυναίκες να τηγανίζουν ψάρια στο περβάζι του παραθύρου, κουβεντιάζοντας παράλληλα με περαστικούς.
Συνάντησα έναν μαραγκό, που για παρέα στο μαγαζί του έχει μια παλιά παιδική κούκλα με ξανθά μαλλιά. Στη βιτρίνα ενός ψιλικατζίδικου είδα τοποθετημένα, σαν installation με χρωματιστά φωτάκια ανάμεσά τους, ένα κουτί σερβιέτες, ένα πολύπριζο, έναν μεγεθυντικό φακό, δύο αφρούς ξυρίσματος, ένα σεσουάρ, μια οδοντόπαστα, μπουκάλια λικέρ και δύο προφυλακτικά, εκτός κουτιού! Πίσω από το σοβαρό, σχεδόν κατηφές, προσωπείο, οι Πορτογάλοι είναι δεινότατα τρολ.
Επενδυτές, γερανοί και δυσαρέσκεια
Βρήκα την πόλη γεμάτη γερανούς, σκαλωσιές και κομπρεσέρ. Το πρόγραμμα «χρυσής βίζας» λειτουργεί από το 2008 και έβαλε φωτιά στα ακίνητα. Επενδύοντας 250.000 ευρώ, παίρνεις άδεια παραμονής και κατόπιν πενταετίας ιθαγένεια. Το πρόγραμμα έφερε δισεκατομμύρια ευρώ στο δημόσιο ταμείο, αλλά, σε συνδυασμό με το Airbnb, προκάλεσε σοβαρή στεγαστική κρίση. Στο κέντρο, η μέση τιμή αγοράς έφτασε τα 4.600 ευρώ το τετραγωνικό· το ενοίκιο για ένα μικρό δυάρι ξεπερνά τα 1.200. Αυτά, ενώ οι μισθοί κυμαίνονται στα επίπεδα της Ελλάδας.
«Περάσαμε από το ένα άκρο στο άλλο», λέει η Μανουέλα, συγγραφέας. «Από την εποχή του Σαλαζάρ, ενοικιοστάσιο προστάτευε τους παλαιούς ενοικιαστές. Μέχρι πρότινος, πολλοί πλήρωναν 30 ή 50 ευρώ νοίκι! Οι ιδιοκτήτες αδυνατούσαν να συντηρήσουν τα κτίρια και πολλά ερειπώθηκαν. Η αγορά έπρεπε να απελευθερωθεί, αλλά όχι τόσο απότομα. Αποκαταστάθηκαν μεν εκατοντάδες ερείπια, αλλά το κέντρο αδειάζει από τους κατοίκους του».
Η δυσαρέσκεια βράζει μεταξύ των νέων. «Είμαστε μια καταραμένη γενιά», λέει ο Ρούι, που ψάχνει δουλειά. «Δεν υπάρχει καμία επαγγελματική ασφάλεια και δεν τα βγάζουμε πέρα. Δεν θέλω να είμαι η τέταρτη γενιά της οικογένειάς μου που θα μεταναστεύσει. Θέλω να ζήσω εδώ, αλλά το κάνουν τόσο δύσκολο».
Πολλά μικρομάγαζα δεν άντεξαν – σε θλίβει το θέαμα από κατεβασμένα στόρια. «Η δημαρχία συνέταξε κατάλογο ιστορικών καταστημάτων, σημείων αναφοράς στη ζωή της πόλης, και προσπαθεί να τα κρατήσει ανοικτά. Ο ιδιοκτήτης του σχετικού ακινήτου δεν μπορεί να αυξήσει το ενοίκιο, για το οποίο όμως απαλλάσσεται από κάθε φόρο. Γίνεται προσπάθεια να ανασχεθεί η αλλοίωση της ταυτότητας του κέντρου. Τι θα ήταν η Λισαβόνα χωρίς τα ιστορικά καταστήματα, τα παλιά ζαχαροπλαστεία, τα ταβερνεία, τους κατοίκους της; Θεματικό πάρκο για τον μαζικό τουρισμό», λέει. Μια τέτοια Λισαβόνα δεν θα ’θελα να τη δω.
Σημειωματάριο
ΜΕΤΑΒΑΣΗ
H Λισαβόνα συνδέεται με την Αθήνα με απευθείας πτήσεις της Aegean (aegeanair.com) και της TAP (flytap.com). Σε αναζήτηση που κάναμε στα τέλη Φεβρουαρίου για πτήσεις χωρίς ενδιάμεσο σταθμό τον Απρίλιο, οι τιμές ξεκινούσαν από 161 ευρώ με την επιστροφή.
ΔΙΑΜΟΝΗ
Στις πλατφόρμες Airbnb και Booking θα βρείτε πληθώρα επιλογών διαμονής, σε κάθε γειτονιά. Καλό είναι να έχετε υπόψη τα εξής κατά την αναζήτησή σας: Στο Bairro Alto (Μπάιχχου Άλτου, Πάνω Γειτονιά), που το έχουν κατακλύσει πια τα μπαρ, δεν θα κλείσετε μάτι. Baixa και Chiado είναι κεντρικότατες και πιο ήσυχες. Η Aλφάμα παραείναι τουριστική. Πολύ πιο ζωντανές, με ζωή «γειτονιάς», οι Γκράσα και Μοουραρία (στη δεύτερη γεννήθηκε το φάντου) στον λόφο της Γκράσα, καθώς και η διπλανή Άνζους στα χαμηλά. Αν ψάχνετε ήσυχη βάση, προτιμήστε το ειδυλλιακό Príncipe Real (Πρίνσιπε Χεάου) και τις γειτονιές Σάου Μπέντου, Εστρέλα και Κόντε Μπαράου. Αν κινείστε με τα πόδια, το ανέβα-κατέβα δεν το γλιτώνετε πουθενά.
ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ
Δοκιμάστε οπωσδήποτε:
Bacalhau à lagareiro: Η νοστιμότερη, κατ’ εμέ, από τις μύριες συνταγές για το αγαπημένο αλίπαστο, με σκόρδο και baby πατάτες στον φούρνο. Δεύτερη επιλογή, bacalhau assado, ψητός και σερβιρισμένος με πατάτες και άφθονο ελαιόλαδο. Για την πρώτη, προτείνω την ταβέρνα Anta (Tv. dos Pescadores 12, τηλ. +351 933 741 547) στο Conde Barão. Για τη δεύτερη, την ιστορική tasca (καπηλειό) Ιmperial (Rua Correia Teles 67, τηλ. +351 21 388 6096), στην περιοχή Campo de Ourique (Κάμπου ντ’ Οουρίκι).
Polvo à lagareiro: Η προηγούμενη συνταγή είναι τέλεια για χταπόδι (τα εδώ χταπόδια έχουν τεράστια και παχύτατα πλοκάμια!). Το καλύτερο το έφαγα στην Anta.
Cozido à portuguesa: Το πορτογαλικό «βραστό» είναι νοστιμότατο και βαρύ πιάτο, όπου κομμάτια κρέας (βοδινό, χοιρινό και λουκάνικα) βράζονται με λαχανικά. Τα παραδοσιακά μαγέρικα το σερβίρουν μία φορά την εβδομάδα, συνήθως Τετάρτη. Δοκιμάστε το στην Casa das Bifanas (Praça da Figueira Νo 7 A, casadasbifanas.eatbu.com) ή στην Pastelaria Continental (Rua da Palma 187, τηλ. +351 21 886 4565), κοντά στην πλατεία Martim Moniz.
Açorda à alentejana: Η σούπα είναι απαραίτητη στο σπιτικό τραπέζι των Πορτογάλων. Η συνταγή αυτή από την περιοχή του Αλεντέζου είναι η πιο ενδιαφέρουσα: ψωμί, σκόρδο και κόλιανδρο με αυγά γίνονται ποσέ μέσα στον ζωμό. Το καλύτερο μέρος για να τη γευτείτε είναι το εστιατόριο της Ένωσης των Αλεντεζάνους (Casa do Alentejo, Rua Portas de Santo Antão 58, casadoalentejo.pt), ένα από τα πλέον cult μέρη της πόλης.
Carne de porco à alentejana: Στο ίδιο εστιατόριο πρέπει να δοκιμάσετε και ένα ακόμα πιάτο του Αλεντέζου: κομμάτια χοιρινό μαγειρεύονται με αχιβάδες σε λευκό κρασί, με σκόρδο και κόλιανδρο, και το όλο σερβίρεται πάνω σε τηγανητές πατάτες.
Pastéis de nata: Τα pastéis (ενικός pastel – παshτέου) de nata είναι το πιο εμβληματικό επιδόρπιο της Πορτογαλίας. Πρόκειται για ταρτάκια με λεπτό φύλλο και μια εξαίσια γέμιση κρέμας, παρόμοιας με εκείνη της μπουγάτσας (αλλά πιο «σφιχτής»). Η συνταγή εφευρέθηκε από τους Ιερωνυμίτες της Μπελέιν. Δίπλα στη μονή, το ξακουστό υπεραιωνόβιο ζαχαροπλαστείο (pasteisdebelem.pt) είναι θεματοφύλακας της αυθεντικής συνταγής. Προτιμώ τα pasteis της Manteigaria (Rua do Loreto 2) στο Chiado – η κρέμα είναι πιο «δεμένη», ενώ δεν καταλαβαίνεις το αυγό.
Bolo de bolacha: Κέικ από μπισκότο που, όταν το πετύχουν, κάνει «σκόνη» το τιραμισού. Το καλύτερο το έφαγα στην Anta.
Vinho verde: Τα πορτογαλικά κρασιά είναι εξαιρετικά. Το Βίνιου βέρντε είναι ό,τι πιο ιδιότυπο παράγει η χώρα. Οίνος από άγουρα σταφύλια (λευκός ή ερυθρός) με «δηκτική» γεύση, που σου αφήνει την αίσθηση του αφρώδους (δεν είναι). Πίνεται εύκολα και ευφραίνει καρδίαν όσο τίποτε!
ΜΗΝ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΤΕ
■ Να ακούσετε φάντου στο Canto de Atalaia (R. da Atalaia 13), που, παρότι στην πιο τουριστική περιοχή (Bairro Alto), παραμένει παρεΐστικο και παλαιομοδίτικο. Προτιμήστε να πάτε μεσοβδόμαδα.
■ Να συμμετάσχετε σε γαστρονομικό περίπατο της Culinary Backstreets (culinarybackstreets.com). Θα φάτε σε συνοικιακά ταβερνεία και θα μάθετε πολλά για τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και την καθημερινότητα στις παλιές γειτονιές.
■ Να μπείτε απόγευμα στο βαπόρι για να περάσετε από το Cais do Sodré στο Cacilhas, στην απέναντι όχθη του Τάγου, υπολογίζοντας επιστροφή με το ηλιοβασίλεμα. Η θέα της Λισαβόνας από το νερό είναι καθηλωτική.
■ Να αγοράσετε κεραμικά! Οι Πορτογάλοι έχουν σημαντική παράδοση. Προτείνω τη «σταθερή αξία» της υπεραιωνόβιας Vista Alegre (vistaalegre.com), τις λευκές πορσελάνες με μπλε διάκοσμο της Louça de Viana (η εταιρεία έκλεισε, αλλά τις βρίσκετε στα καταστήματα A Vida Portuguesa, avidaportuguesa.com) και τα ευχάριστα ιδιόρρυθμα της Bordallo Pinheiro (pt.bordallopinheiro.com).
MIRADOUROS ΓΙΑ ΘΕΑ
■ Largo Portas do Sol (Λάργκου Πόρτας ντου Σόου) και Santa Luzia στην Αλφάμα, με θέα της γειτονιάς και της λιμνοθάλασσας.
■ Elevador da Santa Justa Ο ιστορικός ανελκυστήρας συνδέει την Baixa με το Largo do Carmo και τα ερείπια της εκεί μονής. Η πλατφόρμα στην κορυφή του (πρόσβαση ελεύθερη από το Λάργκου ντου Κάρμου) προσφέρει θαυμάσιο πανόραμα της Baixa, του κάστρου και της Αλφάμα, ιδίως το ηλιοβασίλεμα.
■ Castelo de São Jorge Μοναδικός –αλλά αρκετός– λόγος για να ανεβείτε στο κάστρο, το πανόραμα του κέντρου με την τεράστια γέφυρα του Τάγου και το άγαλμα του Χριστού Βασιλέα (Cristo Rei – Κρίστου Χχέι) στον ορίζοντα.
■ São Pedro de Alcântara Πλατεία του Bairro Alto, κατοπτεύει την Baixa και τους λόφους του κάστρου και της Graça.
■ Miradouro de Graça και Senhora do Monte (Σινιόρα ντο Μόντε) Από τα δύο αυτά σημεία, στον λόφο της Γκράσα, βλέπετε το κάστρο, το ιστορικό κέντρο, τη γέφυρα και τον Χριστό Βασιλέα.